«Η οπτική γωνία της αφήγησης» του Ανδρέα Μήτσου
Το κυρίαρχο, σε οποιοδήποτε είδος λογοτεχνικής έκφρασης, είναι η οπτική γωνία θέασης της αφηγούμενης ιστορίας, η κλειδαρότρυπα πίσω από την οποία θα κατασκοπεύσει ο συγγραφέας τον εσώτερο χώρο της. Αυτό προϋποθέτει τη συγκρότηση του χαρακτήρα του αφηγητή, ποιος κρυφοκοιτάει και για ποιο λόγο το κάνει.
Η αποδοχή εκ μέρους του συγγραφέα ενός άλλου, για να εκθέσει εκείνος την ιστορία του και να τον υποκαταστήσει, συνεπάγεται μια, οιονεί, αντικειμενική παρατήρηση και παρουσίασή της, από τη στιγμή που ο ίδιος αποποιείται
Επιλέγει τότε ο συγγραφέας, ως έμπειρος της γραφής, έναν διαμεσολαβητή του και σ’ αυτόν επαφίεται για να μπορέσει να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει την «επίσκεψή» του στον κόσμο του αναγνώστη.
Αυτός όμως ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι οικείο πρόσωπο του αναγνώστη, να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του, για να μπορέσει να ακουστεί. Είναι, παρ’ όλα αυτά, κάποιος άγνωστος, ένας ξένος και απρόσκλητος εισβολέας στον προσωπικό του χώρο.
Αναγκάζεται επομένως ο συγγραφέας να μετέλθει τρόπους αποπλάνησης του αναγνώστη και συμφιλίωσης μαζί του, μεθόδους εξαπάτησής του. Εναποθέτει, αυτό μόνο φαντάζομαι, στα λόγια του Γοργία. Κατά την αφηγηματική διαδικασία, επέμεινε ο σπουδαίος εκείνος ποιητής: «Ο απατήσας (ο αφηγητής), εστί δικαιότερος του μη απατήσαντος, ο δε απατηθείς, σοφότερος του μη απατηθέντος».
Ελπίζει δηλαδή ο συγγραφέας πως ο αναγνώστης του θα έχει τέτοια σοφία, ώστε να ενδώσει στην απάτη του, ελπίδα πιθανώς βάσιμη, αλλιώς δεν νοείται μια τόσο ανεξήγητη αφέλεια εκ μέρους του, η υπερφίαλη εμπλοκή του στην περιπέτεια της γραφής. Αλλά, βέβαια, χωρίς αφέλεια δεν νοείται ο ποιητής.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, μιας συγγνωστής εξαπάτησης, επιλέγει ο συγγραφέας να ταυτίζεται, καθώς εκθέτει την ιστορία του, πότε με ένα από τα βασικά πρόσωπά της, ή και με κάποιο δευτερεύον – και στις δύο περιπτώσεις δραματοποιείται ο αφηγητής, ο οποίος επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση (εσωτερική οπτική γωνία). Άλλοτε ο συγγραφέας εμπιστεύεται έναν «αμέτοχο» τριτοπρόσωπο και παντογνώστη αφηγητή, για να μπορεί να διατυπώνει εκείνος ως ψυχρός παρατηρητής τις θέσεις όλων των προσώπων της ιστορίας, και να ποδηγετεί δόλια τον αναγνώστη. Μπορεί ακόμα, ο αμέτοχος αφηγητής του, να βλέπει και μέσα από ένα δευτερεύον πρόσωπο, όπως και να μην ταυτίζεται με κανένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, προσποιούμενος έναν κατεξοχήν αντικειμενικό παρατηρητή της. Διάφορους ρόλους για τον αφηγητή του μετέρχεται ο συγγραφέας, προκειμένου να αποτολμήσει την αφήγησή του.
{jb_quote}Ο επαρκής αναγνώστης βρίσκεται σε ερωτική σχέση με το αφήγημα, και το ερωτικό παιχνίδι θέτει, ως γνωστόν, τους όρους του, έχει τους κανόνες του. Η ευπιστία το ακυρώνει.{/jb_quote}
Πολλές φορές οι συγγραφείς, έμμεσα ή και πιο απροκάλυπτα ενίοτε, επικαλούνται το βίωμά τους για να στερεώσουν και να κάνουν πιστευτή τη γνησιότητα του αφηγήματός τους.
Αν θέλουν να αποφύγουν όμως την απλοϊκή εκμυστήρευση, είναι αναγκαίο να πείσουν για τις προθέσεις τους, πράγμα καθόλου εύκολο. Γιατί υπάρχουν βέβαια οι προθέσεις του συγγραφέα (intensio auctoris), όπως υπάρχουν όμως και οι προθέσεις του επαρκούς αναγνώστη (lecteur suffisant), ο οποίος δύσκολα ενδίδει. Κανείς δεν προσέρχεται στην ανάγνωση άοπλος και αθώος, όσο κι αν αυτό θα θέλαμε, κι ίσως έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει. Ο επαρκής αναγνώστης βρίσκεται σε ερωτική σχέση με το αφήγημα, και το ερωτικό παιχνίδι θέτει, ως γνωστόν, τους όρους του, έχει τους κανόνες του. Η ευπιστία το ακυρώνει.
Η ταύτιση του συγγραφέα με τον αφηγητή, το πρόσχημά του για να εκθέσει την ιστορία του, εάν είναι περίτεχνη και διακριτική, ενθαρρύνει τον αναγνώστη να συμπορευτεί μαζί του, με τις επιφυλάξεις του γρήγορα να αίρονται, έτσι ώστε να γίνεται συμμέτοχος σε μια κατ’ επίφαση αλήθεια, σε ένα πρόδηλο ψέμα, το οποίο και επιθυμούν, από κοινού πλέον, οι δύο συμπαίκτες (συγγραφέας – αναγνώστης), να αφομοιώσουν, για να το αναγάγουν και να το αναδείξουν στη σωτήρια αλήθεια τους, να το καταξιώσουν και έτσι να δικαιωθούν.
Αυτό πασχίζει η κάθε ύπαρξη, να καθυποτάξει και να οικειοποιηθεί το ψέμα που την περιβάλλει, για να το καταστήσει τη ζωτική αλήθεια της, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα. Απόπειρα σίγουρα θεραπευτική και για τους δύο συμμέτοχους, καθώς και οι δυο τους αποδέχονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, πως «γράφουμε, διαβάζουμε, για να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο να ζήσουμε την πραγματικότητα». Σ’ αυτή την περίσταση, τόσο η γραφή όσο και η ανάγνωση καθίστανται ένα και το αυτό. Το παρηγορητικό τοπίο της καταφυγής τους.
Το ποια απόσταση θα κρατήσει ο συγγραφέας από τα πρόσωπα της ιστορίας του (συμπάθειας, αντιπάθειας, υπόσκαψής τους) επηρεάζει, εξάλλου, σημαντικά την ανάπτυξη και τη φερεγγυότητα της αφήγησης, αφού τα αισθήματά του επιδρούν καθοριστικά στον αναγνώστη. Δεν είναι σπάνιο επίσης ο συγγραφέας, χωρίς να το έχει υπολογίσει, χωρίς να το έχει καν φανταστεί, εκών άκων, να παρασέρνεται στη ροή της ιστορίας του. Για να διαπιστώσει τότε έκπληκτος και φοβισμένος την απρόβλεπτη εμπλοκή του στα γεγονότα και τα συμβάντα της, αδιανόητους κινδύνους να τον περιζώνουν.
Καθώς αναθέτει δηλαδή ο συγγραφέας διάφορους ρόλους στον αφηγητή του, θεωρεί ότι ο ίδιος είναι απλά ο μαέστρος, ο κυρίαρχος της αφήγησης και απερίσκεπτα αφήνεται στη ροή της, υποτιμώντας τη δυναμική και την ορμή της, όταν ξαφνικά περιέρχεται σε δεινή θέση, πέφτει στον γκρεμό της και η ιστορία του τον καταπίνει.
Άλλες φορές, παρασυρμένος στην ιστορία του, γίνεται βαθύτατα εξομολογητικός και προσφεύγει στη λογική του «εσωτερικού μονολόγου», όπως μπορεί να χρησιμοποιεί και την «εγκιβωτισμένη» αφήγηση, ταυτιζόμενος με έναν ξένο παρατηρητή, έμμεσο σχολιαστή της πλοκής και των γεγονότων της ιστορίας του, ο οποίος όμως εμβόλιμα παραθέτει μιαν άλλη, παράλληλη ιστορία, επεξηγώντας και ερμηνεύοντας τα συμβάντα της, χωρίς να συσχετίζει φανερά αυτή την ιστόρηση με την αρχική ιστορία, αποσκοπώντας δόλια να πείσει τον αναγνώστη πως εκείνος, από μόνος του, διέκρινε και συμπέρανε τις συγγένειες και τις αναλογίες, οι οποίες συντελούν στη δικαίωση και γνησιότητα της πρωταρχικής ιστορίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο της διαρκούς μεταμφίεσής του, ο συγγραφέας καταφεύγει ακόμα και σε τακτικές διακοπής της αφήγησης, με παρεμβολές ή παραθέσεις πραγματολογικών και άλλων στοιχείων, συγγενικών προς την ιστορία του, ή και φαινομενικά άσχετων αναφορών, οι οποίες σκόπιμα θα αποσπάσουν και θα απομακρύνουν τον αναγνώστη από μια πρόσκαιρη αποκάλυψη, την οποία σχεδιάζει να του εμφανίσει ο ίδιος αργότερα, «παίζοντας» με τα διάφορα συναισθήματα του αναγνώστη του (δυσφορία, αμηχανία, αγανάκτηση, συγκίνηση).
{jb_quote}Έρωτας λυσιμελής είναι όλο αυτό το παιχνίδι της γραφής.{/jb_quote}
Όλα αυτά τα συγγραφικά τερτίπια, όπως και πολλά άλλα, υπηρετούν κατά βάση την επιτάχυνση ή επιβράδυνση της αφήγησης και υπακούν στον ρυθμό της, που αποτελεί και το απόλυτα διακριτό, το καθοριστικό γνώρισμα αναγνώρισης ενός συγγραφέα και πιστοποιεί το προσωπικό του ύφος. Σ’ αυτήν ακριβώς τη λογική του ρυθμού, της διαλεκτικής σχέσης αναγνώστη και κειμένου, εντάσσεται η εναλλαγή του αφηγηματικού χρόνου της ιστορίας, με αναδρομές στον παρελθόντα χρόνο (ανάληψη) ή και στον μέλλοντα χρόνο (πρόληψη). Η προοπτική, δηλαδή, ανάπτυξης της αφηγηματικής ιστορίας, η οποία έτσι αποκτά χρονικό βάθος.
Πρέπει, όμως, να χρησιμοποιεί τα «γιατροσόφια» και τα μυστικά της αφηγηματολογίας ο αυθεντικός καλλιτέχνης, για να μπορέσει να φανερώσει τη δική του αλήθεια, για να ακυρώσει με την προσωπική του κατάθεση και να αποσείσει την αμεσότητα του πραγματικού; Οφείλει αδιάλειπτα να εφευρίσκει ποικίλες τακτικές εξαπάτησης του αναγνώστη και να ντύνει τόσο έξυπνα την αλήθεια του, ώστε να γίνει αποδεκτή;
Το σίγουρο είναι πως δεν μετέρχεται σκόπιμα όλες αυτές τις μεθόδους για να καταθέσει τον αποσταγμένο λόγο του. Επίμονα, ωστόσο, αποζητά ένα ασφαλές γι’ αυτόν μονοπάτι, ώστε να κατορθώσει να εκστομίσει την αλήθεια του, ανασκάπτοντας τα παλιά διαβάσματά του, αναμοχλεύοντας κατακαθισμένες αναγνωστικές εμπειρίες του. Αναγκάζεται, ασυνείδητα μάλλον, να προσφεύγει σε «κάτι παλιούς δασκάλους που μας αφήσαν ορφανούς», όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης. Στους μύστες της γραφής, στους μεγάλους συγγραφείς, που άνοιξαν δρόμους προσωπικούς και πολύτιμους.
Πρέπει να μαθαίνουν οι νεότεροι συγγραφείς από τους μύστες και τους μεγάλους θεωρητικούς της αφήγησης πώς να δολοπλοκούν, πώς να γητεύουν και να αποπλανούν τον αναγνώστη τους. Ωφέλιμο είναι να αντιγράφουν, όταν χρειάζεται, τις μεθόδους τους, να χρησιμοποιούν τα «ένδοξα» όπλα τους. Γιατί οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν πληρώσει ακριβό τίμημα στην απόπειρα αποκαθήλωσης και λοιδορίας του χρόνου, έχουν αναδειχθεί ως οι πρωτοπόροι, οι πολύτιμοι χρυσοθήρες των μυστικών της γραφής, στον αδυσώπητο αγώνα τους να δώσουν νέα υπόσταση στον χρόνο.
Αν βαδίζουμε μόνοι μας, όσοι γράφουμε, θα περιπλανηθούμε στους σκοτεινούς λαβύρινθους και θα χαθούμε. «Όλα διδάσκονται», έλεγε ο Θανάσης Βαλτινός. «Από την τσαγκαρική, μέχρι τον έρωτα». Κι έρωτας λυσιμελής είναι όλο αυτό το παιχνίδι της γραφής.
Ισόβιοι ηδονοβλεψίες, αδίστακτοι μπανιστηρτζήδες οι συγγραφείς, με το μάτι πάντα κολλημένο στην κλειδαρότρυπα, κατασκοπεύουν μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο τον ίδιο τους τον εαυτό, διαρκώς έκπληκτοι μ’ αυτό που βλέπουν, μ’ ό,τι αντικρίζουν και δεν μπορούν να το πιστέψουν. Κι άλλες φορές βυσσοδομούν, κρυμμένοι πίσω από μια κρυφή γωνία, από μια «γωνία θέασης», απ’ όπου αντικρίζουν έντρομοι, σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάποιον αιχμάλωτο που τους μοιάζει απίστευτα, να περιφέρεται με την ομοιόμορφη ριγέ στολή του σαν χαμένος ανάμεσα σε άλλους φυλακισμένους.
Σε τούτη τη στενή γωνία τους κρυμμένοι, απεργάζονται όλη την ώρα τρόπους απελευθέρωσης αυτού του αιχμαλώτου οι συγγραφείς, γράφοντας απεγνωσμένα. Έτσι εξορκίζουν το κακό, έτσι δικαιολογούν τη ζωή τους, αλλάζοντας μορφές και προσωπεία και ταυτότητες, για να μην τους αναγνωρίσουν, επιλέγοντας ακούραστοι νέες μεταμφιέσεις. «Γιατί υπήρξα άλλοτε, και αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί, ψάρι βουβό στη θάλασσα». Αυτό ισχυρίζεται ο Εμπεδοκλής, το ίδιο λένε και οι συνειδητοί συγγραφείς.
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Γιάννης Νταλιάνης για την κόρη του: «Ίσως πήραμε τη λανθασμένη απόφαση»
- Προκόπης Αγαθοκλέους για «Άγιο Παΐσιο»: «Αυτό είναι για μένα μια “κληρονομιά” που μου άφησε ο άγιος»
- Τραγωδίες δίχως τέλος στην άσφαλτο – Πέντε νεκροί σε τροχαία δυστυχήματα μέσα σε δύο ημέρες
- Αντρέι Στογιάκοβιτς: Αλλάζει κολέγιο και δεν θα δηλώσει συμμετοχή στο NBA Draft
- Άκης Πετρετζίκης: συνέντευξη στη Ράνια Μπουμπουρή
- «Νεκρές ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη στο Θέατρο Θησείον
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Diastixo
- Άκης Πετρετζίκης: συνέντευξη στη Ράνια Μπουμπουρή
- «Νεκρές ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη στο Θέατρο Θησείον
- Βραβεία του Ελληνικού Τμήματος της IBBY για το 2025
- «Αναζητώντας τον εαυτό στις τέχνες του 21ου αιώνα»: Διημερίδα στο Γρυπάρειο Μέγαρο
- Τα μεγάλα έργα στη Θεσσαλονίκη, 1870-2024
- Πάμε κόντρα στις οθόνες;
- Κώστια Κοντολέων: «Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου»
- «Με αφορμή το λεύκωμα “Ήταν κάποτε η Πηνελόπη Δέλτα”» της Ανθούλας Δανιήλ
- Γιάννης Πανούσης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
- Ευάγγελος Χεκίμογλου: «Θεσσαλονίκης εμπόριον, 1870-1970»

- Τελευταία Νέα Diastixo
- «Η οπτική γωνία της αφήγησης» του Ανδρέα Μήτσου
- Δήμητρα Καραπέτσα – Βασίλης Νανούρης: «Ο φίλος μου ο μπάμπουρας»
- Τιμώμενη χώρα η Ιταλία στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης
- Α. Δουμάς, Β. Βολόσεν, J. Rekulak, Δ. Μπουγάς, Ε. Αρτεμίου-Φωτιάδου, Ε. Στάμου, Χ. Γιαννακός
- Αντώνης Μυλωνάκης: «Εννιά»
- Άλλα ζώα
- Οι Βάραγγοι
- «Αναζητώντας τον εαυτό στις τέχνες του 21ου αιώνα»: Διημερίδα στο Γρυπάρειο Μέγαρο
- Ευσταθία Δήμου – Χρύσα Φάντη: «Ο Καρυωτάκης στις μέρες μας»
- «Μάνος Χατζιδάκις – 100 χρόνια από τη γέννησή του (1925-2025)» στον Ιανό
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Φονικά αινίγματα: Τόμος 3
- Η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα της Σούζαν Κούπερ
- Alexandre Dumas: «Οι Κορσικανοί αδελφοί»
- Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου: «Αδιάβροχες λέξεις»
- Ρίτσαρντ Όσμαν: Μήνυμα αντίστασης των συγγραφέων στη Meta
- Εσωστρέφεια, αυτή η υπερδύναμη
- Βιόλα Βολόσεν: συνέντευξη στη Βίκυ Πορφυρίδου
- Εύα Στάμου: «Σωματογραφία»
- ΗΠΑ: Δικαστική νίκη κατά της απαγόρευσης «άσεμνων» βιβλίων στην Αϊόβα
- Ο Στίβεν Φράι «ξαναγράφει» την Οδύσσεια