«Η προσήλωση στο παρόν» του Γεράσιμου Βουτσινά

ΧΑΡΙΕΤ

Παίζαμε με σπρωξίματα και κουτουλιές στριφογυρίζοντας τους λυγερούς λαιμούς μας και μετά ξεχυνόμασταν στο λιβάδι ποιος θα φτάσει πρώτος ν’ αρπάξει τον πιο τρυφερό ιβίσκο, ήμασταν παιδιά ακόμα όταν ήρθαν κι έπιασαν καμιά σαρανταριά από μας και μας φόρτωσαν με τροχαλίες στο καράβι, ενώ ένας ξανθός με πρόωρη καράφλα διαλαλούσε διαρκώς την ανυπομονησία του να μας μελετήσει, να εξηγήσει την ύπαρξή μας, τι αλαζόνας, όμως δε μας πήραν μαζί τους για επιστημονικούς σκοπούς, με τους γονείς και τους θείους μας έκαναν εξαιρετικό carne con cuero, ενώ εμάς τα μικρά μάς προτιμούσαν σούπα,

κι όσο τους ακούγαμε να λένε πόσο νόστιμο ήταν το κρέας μας τόσο παραλύαμε απ’ τον φόβο, ώσπου έφαγαν όλους τους συγγενείς και μείναμε εγώ, ο Χουάν κι ο Μιγκέλ, τη γλιτώσαμε μόνο γιατί είχαμε φτάσει στον προορισμό μας, την Αγγλία, έτσι φώναζαν όλοι τους με χαρά εκείνο το απόγευμα, οπότε μας έκλεισαν σ’ έναν στενάχωρο κήπο και μας άλλαξαν τα ονόματα, τον Χουάν τον έβγαλαν Τομ, τον Μιγκέλ τον ονόμασαν Ντικ κι εμένα με είπαν Χάρι, γρήγορα όμως βαρέθηκαν, μας έβαλαν ξανά στο καράβι και μας ξαπόστειλαν σ’ αυτή τη χώρα που τη λένε Αυστραλία, όπου μας χάρισαν στον Βοτανικό Κήπο, δεν ήταν άσχημα, όμως εμείς δεν είχαμε πια όρεξη για παιχνίδι, για πολλά χρόνια μοιάζαμε σαν χαμένοι, κι ενώ κατά διαστήματα μου έφερναν καλλίπυγα θηλυκά σε ηλικία τεκνοποιίας μήπως μου εξάψουν το ενδιαφέρον και τους χαρίσω απογόνους, εγώ δεν ερωτεύτηκα ποτέ καμιά τους, πώς ήταν δυνατόν, και τα χρόνια συνέχιζαν να περνούν αμέτρητα και μονότονα, μέχρι που πρώτα ο Ντικ κι έπειτα ο Τομ δεν άντεξαν, από νωρίς τους είχαν πιάσει τα υπαρξιακά τους, έλεγαν πως ήθελαν μια ζωή με σημασία, όταν όμως το σύμπαν είναι απρόθυμο να σου παραχωρήσει οποιοδήποτε νόημα δεν μπορείς να κάνεις και πολλά παρά να συμφιλιωθείς με τη σκέψη ότι θα περάσεις τον υπόλοιπο χρόνο σου γνωρίζοντας πως το αναζητάς μάταια, και να αρκεστείς στο ότι καθένας μας είναι μια περίληψη της ιστορίας του κόσμου και ποτέ δεν είναι μόνος αφού μέσα του κατοικούν όλοι οι πρόγονοί του, αλλά τώρα εσείς αναρωτιέστε αν αυτό που διαβάζετε είναι αληθοφανές, και βέβαια όχι, με τη συμβατική έννοια, όμως κάλλιστα θα μπορούσε να είναι πραγματικό, δεν έχετε επιχειρήματα για το αντίθετο, γιατί αν κανείς δε γνωρίζει πώς είναι να είσαι νυχτερίδα πώς μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει στην ψυχή μιας γιγαντιαίας χελώνας, τέλος πάντων τους έχασα και τους δύο, εννοώ τον Ντικ και τον Τομ, και αναγκαστικά συνέχισα τον δρόμο χωρίς συντροφιά, κι ενώ πάντα διέκρινα σκιές μέσα στο φως, προσπαθούσα να τις αγνοώ, να συντονίζομαι με την καθημερινότητα, ίσως αυτή η προσήλωση στο παρόν με βοήθησε να επιβιώσω, αν και οι φροντιστές εδώ το αποδίδουν στην έλλειψη έντονου στρες. Πέρυσι στις 15 Νοεμβρίου έκαναν πάρτι για να γιορτάσουν τα 175 χρόνια μου. Ήταν όλοι χαρούμενοι και τσούγκριζαν τα ποτήρια τους πάνω στο καύκαλό μου. Αν και δεν είχα τίποτα να γιορτάσω, τους έκανα τη χάρη να χάψω τη λουλουδόπιτα που μου είχαν ετοιμάσει. Εκεί που μασούλαγα το δώρο μου, ένας τύπος που έλεγαν πως είχε έρθει απ’ τη Χαβάη με πλησίασε από πίσω, γονάτισε κι άρχισε να με ψαχουλεύει αναίσχυντα, τόσο που δεν ήξερα πώς να φερθώ. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και φώναξε θριαμβευτικά, ρε σεις, ο Χάρι είναι κορίτσι.

WIR ARME LEUT

Πίνω την τελευταία γουλιά καφέ και σηκώνομαι την ώρα που περνάει αυτή η ταλαιπωρημένη γυναίκα. Κρατάει ένα ψάθινο καλάθι. Πάει να το πουλήσει στη λαϊκή, μου λέει καθώς χαϊδεύω τον σκύλο της. Απέναντι απ’ το καφενείο, η ερειπωμένη μονοκατοικία του Μανώλη. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο ακούγεται το μπουζούκι του, ξεκούρδιστο τώρα πια. Μες στην τσιμεντένια αυλή, δυο γριές πλέκουν. Στα σκαλιά της πολυκατοικίας, μερικοί πιτσιρικάδες αυτοσχεδιάζουν πάνω σ’ ένα κομμάτι χιπ χοπ. Η χοντρή από πάνω απειλεί ότι θα τους καταβρέξει. Δεν τους καίγεται καρφί. Συνεχίζω. Ο Πακιστανός σπρώχνει ένα καρότσι με χαρτιά. Κάτω, ένα τρύπιο παπούτσι. Να κι ο ηλικιωμένος, που το παίζει ερωτύλος. Μύγες γύρω απ’ το πτώμα μιας γάτας. Απ’ το ραδιόφωνο ψαλμωδίες του εσπερινού. Ένα καναρίνι. Ήθελα να ζήσω μια ζωή με νόημα. Κάποιος ψάχνει στον κάδο των σκουπιδιών. Λάθος συνοικία. Ποιο νόημα; Δύο καταστάσεις δεν ζηλεύει κανένας, την τρέλα και την απόλυτη ένδεια. Όταν βρεθείς στον πάτο, δεν υπάρχει πληθυντικός. Είσαι μόνος. Κανείς δεν σε θέλει. Κλείνω πίσω μου την πόρτα. Λέω να επισκεφτώ τις αρχαίες θεότητες. Ναι, η μοναξιά είναι ένα είδος θανάτου, αλλά και άσκηση αυτογνωσίας. Πιάνω ένα βιβλίο και σκίζω μερικές σελίδες στην τύχη. Ύστερα, ανάβω σπίρτα ένα-ένα και τους βάζω φωτιά. Η τελετουργία έχει σημασία.

ΝΩΡΙΣ ΓΙΑ ΥΠΝΟ

Εκεί που διαβάζω τις απόψεις του Ίγκλετον για την κριτική, θυμάμαι εκείνο το αστείο ποίημα του Δανιήλ Χαρμς με τις γριές που πέφτουν απ’ τα παράθυρα. Πηγαίνω να το βρω, αλλά στη βιβλιοθήκη μου κυριαρχεί το χάος. Μετά από ώρα, παίρνω απόφαση πως το βιβλίο του Ρώσου έχει κάνει φτερά. Στο μεταξύ όμως έχω ανακαλύψει, αντί για ένα, δύο αντίτυπα της Φυσικής Ιστορίας της Καταστροφής του Ζέμπαλντ, ενώ ανάμεσα από δύο μεγάλους σκληρόδετους τόμους έχω ξετρυπώσει τη λιλιπούτεια Ουσία του Γέλιου. Κάτι είναι κι αυτό. Πέφτω με τα μούτρα λοιπόν να μάθω τη γνώμη του Μποντλέρ για το κωμικό, και μένω έκπληκτος. Το γέλιο, λέει, αποτελεί έναν μικρό θρίαμβο μπροστά στην αδυναμία του άλλου. Οι συσπάσεις των παρειών και οι γκριμάτσες επιδεικνύουν μοχθηρότητα κι η μεταμόρφωση του προσώπου λειτουργεί ως τιμωρία στους ανταγωνιστές μας. Όλα ξεπατικωμένα από τον διαβόητο εισηγητή του αστυνομικού κράτους. Να δεις που ο Dirty Harry είχε τον Χομπς στο μυαλό του. Και μετά περιμένουμε να συμφωνήσουμε για το νόημα της ύπαρξης. Πάω να πλύνω τα δόντια μου.

ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ Η ΠΟΙΗΣΗ

Ήταν μια περίοδος που έγραφα ποιήματα. Με τραβούσε το γεγονός ότι μέσα σε αυτά αποτυπωνόταν ένα μικρό κομμάτι μου. Επίσης, μου άρεσε ότι ήταν δικές μου κατασκευές, ξεχωριστές, με αρχή, μέση και τέλος. Μετά από καιρό, αποφάσισα να δείξω κάποια από αυτά σ’ έναν φτασμένο ποιητή. Διαβάζοντάς τα φαινόταν όλο και περισσότερο προβληματισμένος. Τέλος, μου είπε «Δεν είναι κακά. Σ’ αυτόν τον χώρο, όμως, δε βλέπω να έχεις μέλλον. Είσαι εκτός κυκλωμάτων, δεν έχεις facebook, δεν είσαι φιλόλογος, δεν είσαι νέος, ούτε και γκέι. Δεν είσαι καν γυναίκα. Ποια χρησιμότητα έχεις τότε για τους άλλους ποιητές;»

Ο Γεράσιμος Βουτσινάς γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στην Καλλιθέα. Μελέτησε Μουσική και Βιολογία. Είναι Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Βιοεπιστημών και Εφαρμογών του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και διδάσκει Μοριακή Βιολογία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας Deree. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Η κατασκευή της αλήθειας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011) και Χρονικό μιας αστραπής (Εκδόσεις Περισπωμένη, 2021). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στην Ποιητική, τις Αναγνώσεις της Αυγής, τα ηλεκτρονικά περιοδικά Diastixo, Bookpress, Poeticanet και Fractal. Έχει μεταφράσει ποίηση των James Tate, Frank O’ Hara, Charles Simic και Fanny Howe.

Keywords
Τυχαία Θέματα