«Κανείς μας δεν ελέγχει τον ύπνο του» της Άννας Βασιάδη

ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Σε τραπέζια αντικριστά κάθονται ένας άντρας και μία γυναίκα.
Ο άντρας μιλάει στη σύζυγό του
ενώ κοιτάει τη γυναίκα.
Η γυναίκα πίνει απ’ το ποτήρι του συζύγου,
ενώ δαγκώνει το στόμα του άντρα.
Ο άντρας πληρώνει και η σύζυγος σηκώνεται.
Η γυναίκα δένει τα πόδια της στην ξύλινη καρέκλα.
Ο άντρας γλείφει τον γυμνό ώμο της γυναίκας
και φεύγει.
Η γυναίκα σφίγγει με δύναμη τον λαιμό του συζύγου.

ΠΗΓΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ

Οι ξεχειλωμένες

κάλτσες τους πεταμένες έξω απ’ το μπάνιο,
κάτω απ’ τα κρεβάτια.
Στιλό χωρίς καπάκι, κόλλες Α4 διπλωμένες στα δύο
κι άλλες ζαρωμένες σε σχήμα μπάλας, δίπλα απ’ τον κάδο.
Βουή απ’ τον υπολογιστή και ειδοποιήσεις απ’ τα κινητά.
Πιάτα που έχουν ένα στεφάνι γύρω τους από ψίχουλα
λες και κάποιος άγιος ξεχάστηκε.

Πήγα στο δωμάτιό μου.

ΘΑ ΦΥΓΩ ΑΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Θα φύγω απ’ αυτή την πόλη, οι μύγες είναι περισσότερες απ’ τους ανθρώπους.

Σ’ αυτά τα ακανόνιστα κτίρια, άναρχα πεταμένα στην άκρη του δρόμου,
με νοικοκυρές που αφήνουν τα σκουπόξυλα επιδεικτικά έξω απ’ την πόρτα,
με κήπους χωμάτινους και τσιμέντο μέχρι την έξοδο,
οι άντρες μυρίζουν πρωινό σαπούνι.

Αν τυχόν αφήσεις κάτι ακάλυπτο
(κουρασμένη)
μία-μία έρχονται επιθετικά, περίεργες και νευρικές.

Τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία πλέον, πέρα απ’ τη σωτηρία.
Τινάζεις τα πόδια σου, καλύπτεις τ’ αυτιά σου,
καταλήγεις να χτυπάς τον εαυτό σου.

I SHUT MY EYES IN ORDER TO SEE

(Je ferme les yeux pour voir.
Paul Gauguin)

Τη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου, χάθηκε όλη η αλήθεια.

Αν κάνεις το ίδιο λάθος με μένα,
είναι πολύ πιθανό να βιώσεις κι εσύ
ό,τι φοβάμαι μήπως συμβεί πάλι,
χωρίς να μπορώ να το αποτρέψω
εφόσον κανένας μας δεν ελέγχει τον ύπνο του.
Ακόμα κι αν σκηνοθετήσεις μια ιστορία
τελικά το υποσυνείδητο θα κάνει το δικό του.

Βυθισμένη
μέσα σ’ έναν ύπνο που δεν είχα μάλλον τελειώσει
άνοιξα τα μάτια μου απότομα
κι ένιωσα το υπόλοιπο σώμα μου άνευρο
να αιωρείται πότε δεξιά κι αριστερά
κι άλλοτε πάνω και κάτω.
Ακόμα και η ελάχιστη κίνηση των βλεφάρων
μου προκαλούσε ίλιγγο τόσο δυνατό
που ήταν αδύνατο ν’ αντέξει κανείς.

Ανίκανη
να με μεταφέρω στο φως
ξανάκλεισα τα μάτια μου
επιστρέφοντας σε μια αίθουσα σκοτεινή
που θύμιζε τον προθάλαμο ενός άλλου κόσμου·
Έκτοτε βλέπω διαρκώς το ίδιο όνειρο.
Βλέπω νεκρούς, αγνώστους.
Βλέπω ζώα και παράξενες χώρες.
Με βλέπω να γελάω, να κλαίω, κι έπειτα να σωπαίνω.
Με τα μάτια πάντα κλειστά.

(Γι’ αυτό σου ζήτησα κι εσένα να τα κλείσεις.
Είχες δυο άδειες μαύρες σακούλες μέσα στις κόγχες σου.
Ήσουν πια ανήμπορος.
Σου ζήτησα να τα κλείσεις.
Ήμουν μπροστά σου· στο ύψος των ματιών σου.
Τα έκλεισες ανακουφισμένος.
Ελπίζω να είδες επιτέλους την αλήθεια.)

Η Άννα Βασιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία και Ρουμάνικη γλώσσα και λογοτεχνία. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στη Δημιουργική Γραφή από το ΕΑΠ και το Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Είναι υποψήφια διδάκτορας στο ΕΚΠΑ, στο Τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας. Το 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Τριάντα Τρία Αντι-κείμενα απ’ τις Εκδόσεις Συρτάρι. Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα