Σπύρος Αραβανής: «Εκείνος που μεγάλωνε σαν δέντρο»

Ο Σπύρος Αραβανής δεν είναι άγνωστος στα ελληνικά γράμματα. Ποιητής, με πέντε ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του και άλλες τόσες μονογραφίες, καταθέτει με τη φροντίδα των Εκδόσεων Κέδρος το πρώτο του μυθιστόρημα, Εκείνος που μεγάλωνε σαν δέντρο (2024), που με το υπαρξιακό του υφάδι μετασχηματίζει φιλοσοφικές ενατενίσεις σε λυρική πρόζα. Οι «φιλοσοφικές κλωστές» του έργου είναι πολύχρωμες, καθώς αφορούν σε όλες τις εκφάνσεις του «είναι» και του «γίγνεσθαι»: ζωή, θάνατος, χρόνος, ενοχές, στάσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, ύπαρξη κ.ά. Αποστάγματα σοφίας

που σε όλο το έργο εκπλήσσουν τον/την αναγνώστη/-τρια με την εμβρίθεια του στοχασμού του και λειτουργούν σε ανύποπτα σημεία της πλοκής ως πρόσκληση σε διανοητικό διάλογο: «έχουμε την εμπειρία της, δεν έχουμε την πείρα της στιγμής» (σελ. 102), «οι προειδοποιήσεις της ζωής είναι πιο ισχυρές από οποιονδήποτε στοχασμό» (σελ. 127).

Ο πρωταγωνιστής χωρίς όνομα είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που κάνει μια συμβατική εργασία γραφείου και όσο δύναται να ξεκλέψει χρόνο ονειροπολεί, περπατά παρατηρώντας, κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της μνήμης, θρηνεί έναν μεγάλο έρωτα, ενώ ως επαρχιώτης που έχει έρθει στην πόλη, αφουγκράζεται τους ήχους της που συνδυάζει με γνώριμους ελληνικούς στίχους. Το μυθιστόρημα του Αραβανή μοιάζει με ένα μουσικό μωσαϊκό, εφόσον για εκείνον που μεγάλωνε σαν δέντρο οι μουσικοί στίχοι είναι ένα από τα βασικά κλαδιά του. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 24 σχετικά σύντομα κεφάλαια που κλείνουν με σημειώσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε όλο το έργο και επεξηγούν την κειμενική και μουσική διακειμενικότητα. Συνεπώς, η έντονη διακειμενικότητα αποτελεί συνειδητή ειδολογική επιλογή, που τοποθετεί το έργο στον ορίζοντα της μεταμοντέρνας συγγραφής.

Η μεταμοντέρνα συγγραφή γίνεται αισθητή και από το έντονα μεταγλωσσικό επίπεδο της αφήγησης, που αποκαλύπτει το φιλολογικό/γραμματολογικό υπόβαθρο του έργου. Ο ήρωας απελευθερώνεται από τα δεσμά της πλοκής, κοιτάζει τη ζωή του ως «ετεροδιηγητικός αφηγητής» (σελ. 146), κι όλα αυτά μέσα σε μια αφήγηση που «δεν είναι ευθύγραμμη» (ό.π.). Πρόκειται για ένα πολύ έξυπνο τέχνασμα, με το οποίο ο πρωταγωνιστής υποστασιοποιείται και συνδιαλέγεται πια ανοιχτά με τον συγγραφέα.

{jb_quote}Με το υπαρξιακό του υφάδι μετασχηματίζει φιλοσοφικές ενατενίσεις σε λυρική πρόζα.{/jb_quote}

Γλωσσικά η σύγχρονη εποχή αναπαρίσταται ενίοτε μέσω μιας γλαφυρής γλώσσας, που συνενώνει την υλικότητα των φυσικών επιστημών με το άυλο του συνειδησιακού, «ίσως για να σκοτώνονται τα μικρόβια των τύψεων» (σελ. 92). Κάποιες άλλες φορές, πάλι, η σύγχρονη εποχή εκφράζεται με εκ πρώτης όψης αντιποιητικές εκφράσεις, ώστε να συνάδουν με την τεχνοκρατική αντίληψη της εποχής. Όλο το κείμενο βρίθει από λέξεις που ενισχύουν την ορθολογική μας εποχή, όπως αντίληψη, υπόλογος, μετάφραση, αντισυμβατικοί, ξένο, οικείο, μα με ποιητική μαεστρία οδηγούν και πάλι σε μονοπάτια αξιοθαύμαστης μυθοπλαστικής και στοχαστικής δύναμης, υποσκάπτοντας τη συμβατικότητα και τον ορθολογισμό, «κάτι οικείο τού σάλεψε» (σελ. 121), «η ζωή δεν είναι ό,τι ξεφεύγει από τη μετάφρασή της στην ανθρώπινη διάλεκτο» (σελ. 58), «χάνουμε την επιθυμία, την έλλειψη, τον πόθο αναζητώντας την ολότητα» (σελ. 25).

Λειβαδίτης, Γκαίτε, Σο, Τόμας Μαν, Καρούζος είναι μόνο λίγοι από τους σκαπανείς του λόγου που ρίζωσαν σε «εκείνον» και έγιναν γερό κλαδί: «Οι λογοτεχνικοί ήρωες είχαν ριζώσει μέσα του» (σελ. 152). Παρ’ όλα αυτά, το κλαδί της λογοτεχνίας δεν επισκιάζει τους ανθρώπους, στους οποίους επίσης οφείλει τα κλαδιά του: «Γεννήθηκα σε ένα σπίτι όπου τα φαντάσματα της αγάπης είχαν ντυθεί γονείς […]. Η ιστορία πήγαινε σε μάκρος, από γενιά σε γενιά, κι έτσι όταν ο πατέρας ή η μητέρα μού μιλούσαν, είχαν τη φωνή και των δικών τους γονιών κι εκείνοι των δικών τους» (σελ. 173). Θα λέγαμε ότι το έργο αποτίει φόρο τιμής στους προγόνους, εφόσον χαρτογραφούνται ένας-ένας, μία-μία από τους προπάππους έως τους γονείς και περιγράφονται οι κληρονομημένες ιδιότητες που καθορίζουν «εκείνον», χωρίς όμως να τον σημαδεύουν. Οι πρόγονοι είναι οι σκηνοθέτες της ζωής των ανθρώπων, διαπιστώνει ο παντογνώστης αφηγητής, χωρίς όμως να εμποδίζουν την έλευση νέων σκηνοθετών, επιλεγμένων από τα ίδια τα υποκείμενα (σελ. 187 κ.εξ.).

Ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία είναι το μυθιστόρημα του Αραβανή, όπου ο ανώνυμος πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί τις ρίζες του και τα κλαδιά του. Ένα ταξίδι όμως που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, αφού ο πρωταγωνιστής ατενίζει το μέλλον και με σιγουριά καταλήγει στο τελευταίο κεφάλαιο πως σε ανύποπτο χρόνο θα κατακτήσει τη «συνείδηση της ελευθερίας του» (σελ. 198). Υπ’ αυτή την έννοια πρόκειται για ένα έργο που, παρ’ όλο τον σκεπτικισμό για την εποχή του, ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία – σαν το φως του φάρου που ο πρωταγωνιστής αδημονεί να συναντήσει. Έστω και αν η πλοκή του έργου είναι διακριτική (μετά το μέσον του έργου «εκείνος» υποστασιοποιείται σε πρώτο πρόσωπο και χάνεται ο ανώνυμος αφηγητής), ουδόλως τούτο μειώνει το ενδιαφέρον του/της αναγνώστη/-τριας. Ο εσωτερικός διάλογος, μάλιστα, των αναγνωστών με το έργο είναι αναπόφευκτα έντονος, τόσο έντονος που συνεχίζει για πολύ καιρό μετά το κλείσιμο του βιβλίου να ηχεί στο θυμικό και στη σκέψη των αναγνωστών, δηλαδή «εκείνων».

[Η Αγλαΐα Μπλιούμη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γερμανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού ΕΚΠΑ, συγγραφέας.]

Εκείνος που μεγάλωνε σαν δέντρο
Σπύρος Αραβανής
Κέδρος
200 σελ.
ISBN 978-960-04-5489-5
Τιμή 11,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα