Γιώργος Ιωάννου: Η ένταση της λιτότητας
Υπερασπίστηκε τη λιτότητα της έκφρασης για να αποδώσει στο μέγιστο την ένταση του εσωτερικού μονολόγου. Δούλευε τα πεζογραφήματά του με ποιητικό ρυθμό – εμφανίστηκε άλλωστε στα γράμματα με τη συλλογή «Ηλιοτρόπια» το 1954. Αναζητούσε φωνές με καταγωγή στην παράδοση και επέκρινε, ενίοτε καυστικά, το σύγχρονο τοπίο του πολιτισμού. Από το 1964, οπότε κυκλοφόρησε το «Για ένα φιλότιμο», έως τη «Σαρκοφάγο» (1971) και τη «Μόνη κληρονομιά» (1974), αργότερα τον «Επιτάφιο θρήνο» και την «Καταπακτή», παρέδωσε ένα συμπαγές έργο πεζών και αυτοβιογραφικών κειμένων, τα οποία με τον τρόπο τους επηρέασαν τους
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ
Βρασίδας Καραλής Ηπια πεζογραφία, δημοκρατία ήθουςO πεζός λόγος του Γιώργου Ιωάννου σε όλες του τις εκφάνσεις, διηγήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφία, κριτική, χαρακτηρίζεται από μια βαθιά επιθυμία ενσυναίσθησης και συνενσάρκωσης. Ο αφηγητής του, είτε σε πρώτο είτε σε τρίτο πρόσωπο, καταδύεται στην ανθρώπινη περιπέτεια χωρίς φοβίες και αναστολές, ταυτίζεται με την πρισματικότητα της ανθρώπινης πολυμορφίας, ενώ βυθίζεται στην περιπλοκότητα των ανθρώπινων αντιφάσεων. Πίσω απ’ όλα τα βιώματα υποβόσκουν οι τραγωδίες της Ιστορίας, από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το Ολοκαύτωμα και από τον Εμφύλιο μέχρι τη δικτατορία. Μειλίχιος και επιφυλακτικός σαν άνθρωπος, ο Ιωάννου δεν κατακτούσε τους χαρακτήρες του με την προσωπικότητά του, τις υφολογικές ανάγκες ή ιδεολογικές πεποιθήσεις. Μια δημοκρατία ήθους κυριαρχεί σε όλα του τα έργα, μέσα στην οποία ο κάθε χαρακτήρας έχει μια ξεχωριστή ιδιοσυστασία και η κάθε φωνή μια ιδιότυπη τονικότητα.
Από το πρώτο του έργο «Για ένα φιλότιμο» (1964) μέχρι το τελευταίο «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» (1984) η αφήγησή του διερευνά τις δυνατότητες του πρώτου προσώπου, ακόμα και όταν δανείζει τη φωνή του σε έναν άλλο. Οπως είχε δηλώσει, «ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Αλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι». Πάνω σε αυτή την εμβληματική αφετηρία διαμορφώνει την ποιητική του λόγου του, μια ποιητική γεμάτη διακείμενα και υπερκείμενα που την καθιστούν μία από τις πλέον πολυστρωματικές καταγραφές της μεταπολεμικής λογοτεχνίας.
Το μεγάλο θέμα της γραφής του υπήρξε το αίνιγμα της ανθρώπινης ταπεινότητας και αυταπάρνησης. Αν οι καζαντζακικοί ήρωες παλεύουν με τον Θεό και εκείνοι του Τερζάκη ή του Βενέζη με την Ιστορία, στον Ιωάννου οι χαρακτήρες συμφιλιώνονται διαρκώς με την αδυναμία και την τρωτότητά τους. Αυτό που ενδιαφέρει τον Ιωάννου είναι το ευάλωτο της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα στον εφιάλτη της Ιστορίας και τη σύγχυση του παρόντος.
ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ. Η μεγάλη κάθαρση δίνεται μέσα από τη συντριβή και την απώλεια, από το χάσιμο των πολύτιμων στιγμών της επιθυμίας και της εκπλήρωσης, του έρωτα και της απουσίας του. Πρόδρομοι του Ιωάννου υπήρξαν αναμφίβολα ο Δημοσθένης Βουτυράς και ο Πέτρος Πικρός, με βασικό υπόβαθρο, κατά την αντίληψή μου, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, περισσότερο από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Τόσο ο Βουτυράς όσο και ο Πικρός τεντώνουν τη γλώσσα στην ακρότατη εκφραστική της μεταιχμιακότητα. Ο Ιωάννου ωστόσο επιμένει σε μια γλώσσα σύμμετρη και ευμελή, με λείες και αυτοτελείς προτάσεις που σπάνια ξεφεύγουν από το μείλιχο ήθος που διαπνέει τη δόμησή τους.
Αποφεύγοντας τη μεγαληγορία, χρησιμοποίησε έναν μετριοπαθή ρεαλισμό, που σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα στα τελευταία του έργα, απογειώνεται σε ονειρικές μετουσιώσεις του βιωμένου χρόνου. Μολοντούτο, για τον Ιωάννου, η πεζογραφία δεν είναι μια προυστιανή καθήλωση, ή ανατροπή, της ροής του χρόνου, αλλά μια διαρκής και ανελέητη διερεύνηση του τόπου και των υπόρρητων συμβάντων που διαμόρφωσαν την ψυχογεωγραφία του. Τα αστικά κέντρα, η Θεσσαλονίκη κυρίως και η Αθήνα, δεν είναι, όπως στον Παπαδιαμάντη, τόποι εξορίας αλλά χώροι σχέσεων αναγνώρισης και περιπέτειας, κατά την αριστοτελική έννοια.
Η ήπια πεζογραφία του δαμάζει την τραγωδία των τόπων και την απώλεια των ανθρώπων με τη λεπταίσθητη και διακριτική εμβάπτισή της σε μια ανθρωπολογία του κοινού πεπρωμένου, που δύσκολα ξαναβρίσκουμε στη σύγχρονη γραφή. Σε μια εποχή των φαντασιώσεων του auto-fiction, η γραφή του Ιωάννου προσφέρει ένα ισχυρό αντίδοτο για μια νέα αναγνώριση του πραγματικού στην πλέον αιχμηρή τραχύτητα και ταυτόχρονα συναισθησιακή «ευμορφία» του.
Ο Βρασίδας Καραλής είναι καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊg
Σοφία Ιακωβίδου Ο Ιωάννου, το πεζογράφημα, ο αναγνώστης«Εσύ θα ήθελες να διαβάζεσαι με πάθος (…). Να σε διαβάζουν και να σε συζητούν, να παίρνουν κουράγιο για τη ζωή από σένα. Και να στέκονται με στοχαστικότητα στις σημαδιακές φράσεις σου, στις σημαδούρες της αγωνίας σου, για τη μετέπειτα ύπαρξή τους» («Καταπακτή», 1982).
Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ιωάννου μπορεί να μη διαβάζεται με το ίδιο πάθος όπως τη δεκαετία του ’80 κατά την οποία μεσουρανούσε, όμως το έργο του παραμένει ισχυρό πεδίο αναφοράς. Οχι μόνο για τους ειδικούς ή με επετειακή αφορμή. Αλλά για όποιον έρχεται σε επαφή μαζί του ή ξαναγυρίζει με στοχαστικότητα σε αυτό, για να ξαναβρεί όχι μόνο κάτι από εκείνον, αλλά και από τον εαυτό του. Λίγοι συγγραφείς που δεν έπλασαν πραγματικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες κατάφεραν να δημιουργήσουν με τα κείμενά τους τέτοια πεδία αναγνώρισης καταστάσεων, προσωπικών και κοινωνικών («τα θέματα είναι για μένα παραδείγματα καταστάσεων», θα πει ο ίδιος), ακόμα και ταύτισης. Κι αυτό τη στιγμή που το πεζογράφημα, η ειδολογική πατέντα του Ιωάννου στη νεοελληνική λογοτεχνία, δεν διαθέτει ούτε κάποια συγκεκριμένη πλοκή. Επιδεικνύει αντιθέτως μια παπαδιαμάντεια αδιαφορία ως προς τα βασικά γνωρίσματα μιας αφηγηματικής σύνθεσης.
ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ. Πώς λειτουργεί ένα τέτοιο κείμενο που κινείται στην κόψη των ειδών, μεταξύ διηγήματος, δοκιμίου, χρονογραφήματος; Πώς καταφέρνει να μη γίνεται εγκεφαλικό ή να φιλολογίζει, τη στιγμή που γράφεται από έναν καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης; Ο Ιωάννου, όσο και αν δεν απέφυγε πάντα έναν ορισμένο διδακτισμό, κράτησε την ιδιότητα του φιλολόγου για τις παράλληλες ενασχολήσεις του, με τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών που εκπόνησε, αλλά και λαϊκών παραμυθιών («Το παραμύθι είναι η πεζή λογοτεχνική αφήγηση του λαού, το διήγημά του ή η νουβέλα του», θα πει) και κειμένων του θεάτρου σκιών, αρδεύοντας συγχρόνως υποδόρια – όχι εμφανώς – με αυτήν την όψη του αγαπημένου του λαϊκού στοιχείου το δικό του λογοτεχνικό έργο. Γιατί στο κέντρο της δικής του πρωτότυπης δημιουργίας προείχε πάντα η αδήριτη ανάγκη για εξομολόγηση ή και συντριβή ενώπιον των άλλων. Από εκεί εκλύεται η απαράμιλλη βιωματική ζεστασιά των κειμένων του, η βαθιά αίσθηση ανθρώπινης πείρας (καμία λέξη που να μην πηγάζει από την εμπειρία, συμβούλευε τους νέους συγγραφείς), που δημιουργεί εκείνο το ιδιαίτερο επικοινωνιακό μάγμα με τον αναγνώστη. Κινείται όμως, τουλάχιστον στα πρώτα και για πολλούς καλύτερά του βιβλία, και πάνω σε μια άλλη κόψη: αυτήν της κάλυψης και της αποκάλυψης. «Ο εξομολογούμενος κατέχει την τέχνη του φενακισμού» σύμφωνα με την όχι άδικα επανερχόμενη, σε πάμπολλες μελέτες, έκφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Ο «βιρτουόζος των υπαινιγμών», όπως αποκάλεσε ο Ιωάννου τον αγαπημένο του Καβάφη, τον έχει διδάξει πολλά επ’ αυτού. Με τον Αλεξανδρινό μοιράζεται και την προτίμηση στη λαϊκή τάξη και δη στους λαϊκούς νέους, τον τύπο της γνησιότητας, της ηθικής ομορφιάς που αυτοί φέρουν, σε αντίθεση με τους υψηλά ιστάμενους κοινωνικά και την υποκρισία – ερωτική και όχι μόνο – που συχνά επικρατεί στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Καβαφική αχλύ τυλίγει την ιδιαίτερα υποβλητική αστική σκηνογραφία του Ιωάννου και ας είναι ο λόγος για θεσσαλονικιώτικη ομίχλη, εβραίικα μνήματα, σαρκοφάγους, πλατεία «Αγίου» Βαρδαρίου και λαϊκά σινεμά.
ΔΙΠΛΟ ΑΤΟΥ. Κατά πόσο όμως γίνονται ή μπορούν να γίνουν αντιληπτά όλα αυτά, ιδιαίτερα από νεότερους αναγνώστες, που αποτελούν και το μέλλον κάθε συγγραφέα. Κυρίως, τι θα μπορούσε να μην τους αποθαρρύνει από την επαφή μαζί του. Εδώ ο Ιωάννου διαθέτει ένα διπλό ατού: συντομία και εκφραστική αμεσότητα. Παραμένει άκρως προσιτός, όχι μόνο από γλωσσική αλλά και από πραγματολογική άποψη. Μπορεί το έργο του να χωνεύει νεωτερικότητα και παράδοση, να φέρει διάφορες ιστορικές, γλωσσικές, πολιτισμικές επιστρώσεις, αλλά δεν προϋποθέτει τη γνώση τους σε μια πρώτη επαφή μαζί του. Το πλούσιο όμως αυτό υπόστρωμα μπορεί εύκολα να ενεργοποιηθεί, τόσο σε μαθητές και φοιτητές κατά τη διδασκαλία – το κατεξοχήν όχημα μιας πρώτης γνωριμίας με έναν συγγραφέα – μέσα από κατάλληλα διδακτικά σενάρια, όσο και σε άλλους δυνητικούς αναγνώστες. Ούτως ή άλλως το έργο του συνιστά από μόνο του μια λογοτεχνική περιδιάβαση σε τοπόσημα, σε χώρους μνήμης, δυνάμει εμπειρίας, όχι μόνο της μητέρας Θεσσαλονίκης, αλλά και της Αθήνας.
Υπάρχουν όμως και άλλες όψεις αυτού του έργου που μπορούν να καταστούν λειτουργικές, έως και παραδειγματικές, σήμερα. Οσο σύγχρονη παραμένει η ειδολογική ρευστότητα στην οποία κινήθηκε, άλλη τόση ευριστική σημασία έχει ο τρόπος που κατάφερε να την εξισορροπήσει, φτάνοντας στην ολόδική του τομή, επινοώντας τη δική του ειδολογική φόρμα, το πεζογράφημα: «Ηταν θεραπεία ως εκ θαύματος, συμφωνία εν ριπή οφθαλμού εκατοντάδων αντιθέσεων που σε καταξέσκιζαν». Καινοτόμος όμως φάνηκε κατ’ επανάληψη και στη συνέχεια, στην ίδια πάντα γραμμή τακτοποίησης του εαυτού διά της γραφής. Δημιούργησε τους κατάλληλους χώρους διοχέτευσης των διαφορετικών πλευρών και εμπειριών του: από το «Φυλλάδιο», το περιοδικό που έγραφε εξ ολοκλήρου, τύπωνε και διένεμε ο ίδιος, κάτι σαν προάγγελο των ιστολογίων που διατηρούν πολλοί συγγραφείς σήμερα, μέχρι τα «Πολλαπλά κατάγματα», την αφήγηση της νοσηλείας του έπειτα από αυτοκινητικό ατύχημα, και κυρίως το πρωτοποριακό εγχείρημα που αποτέλεσε το βιβλίο του «Ομόνοια 1980», συναρμόζοντας κείμενό του που αποδίδει την ανθρωπογεωγραφία της αγαπημένης του πλατείας στην αριστερή σελίδα – στην πάνω της πλευρά τρέχει άλλη μπάντα κειμένου με βιβλικές αναφορές, σαν ψυχικό μουρμουρητό, εν είδει κειμενικής μπορντούρας – με τις φωτογραφίες του Ανδρέα Μπελιά στη δεξιά. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο βιβλίο, όσο και ο Ιωάννου εν γένει προτιμώνται κατά κόρον ως θέμα σε μεταπτυχιακά δημιουργικής γραφής. Πρόκειται για ένα έργο που στο σύνολό του, με την ευρεία γκάμα και ποικιλομορφία του, μπορεί να εξωθήσει σε μια σειρά δημιουργικών χρήσεων: ακόμη και ένα κείμενό του όπως «Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης» που εκ πρώτης όψεως δεν προσφέρεται για δραματοποίηση, οδήγησε σε μια ευφυή μετάπλασή του από τη θεατρική ομάδα bijoux de kant. Το έμφυλο στοιχείο, ο τρόπος χειρισμού του, το σταδιακό πέρασμα συν τω χρόνω, από τον φόβο και την κάλυψη στην αποκάλυψη, προσφέρει σίγουρα μια άλλη σημαντική πίστα ταύτισης σε σημερινούς αλλά και μελλοντικούς αναγνώστες.
Η Σοφία Ιακωβίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκηςg
Γεράσιμος Δενδρινός Η εύθυμη διάθεση στην πεζογραφία τουΜε τα χρόνια, σχημάτισα την εντύπωση πως, σε ό,τι αφορά ειδικά την τέχνη της αφήγησης, ο αληθινός τεχνίτης είναι εκείνος που μπορεί και ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στα δύο ακρότατα και βασικά συναισθήματα, της χαράς και της λύπης, χωρίς όμως να δείχνει, μέσα από το έργο του τουλάχιστον, πως επιδιώκει ανοιχτά κάτι τέτοιο. Προκειμένου όμως για τα πεζογραφήματά του Γιώργου Ιωάννου, το χιούμορ είναι άλλοτε ευκαιριακά διασκορπισμένο και άλλοτε δοσμένο σ’ ένα και μόνο κείμενο. Συχνά, ενώ εγκλωβίζεσαι ως αναγνώστης, παρασυρμένος απ’ τη φαιδρή κι ευτράπελη διήγηση, στο τέλος η ερημιά και η απόγνωση έρχονται ν’ αντικαταστήσουν το τερπνό συναίσθημά σου. Βασίστηκα κυρίως στις πρώτες του συλλογές, μιας που εδώ το χιούμορ των κειμένων αποβλέπει στην παγίωση μιας ξεχωριστής κι αμιγούς τεχνικής, η οποία υπηρετεί άριστα τα χιουμοριστικά είδη. Είμαι όμως της άποψης πως στα τελευταία έργα τον Ιωάννου το χιούμορ δεν τον ενδιαφέρει άμεσα, ίσως γιατί το ύφος των κειμένων είναι πιο προσωπικό, και η δραματικότητα καταπνίγει το χιούμορ, σε σημείο η εξομολογητική διάθεση αποβαίνει πολλές φορές μεταφυσικά σπαραχτική.
Α. Από τη συλλογή «Για ένα φιλότιμο» (πεζογραφήματα, εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1964), στο κείμενο «Τα κελιά», το χιούμορ οριοθετείται από τη σύζευξη αντιθέτων: «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του Καντ, «εμπνευσμένα ποιήματα», «σπουδαίες αποφάσεις» από τη μια, και «αποχωρητήριο» από την άλλη. Η φράση «Τ’ αποχωρητήρια είναι σαν κελιά αγίων» είναι πρωτότυπα ξεχωριστή. Τ’ ασήμαντα και τα περιφρονητέα στη λογοτεχνία του Ιωάννου γενικά καταξιώνονται. Στο πεζογράφημα «Οι κότες» που ακολουθεί, το χιουμοριστικό αποτέλεσμα είναι μακάβριο, αποκαλύπτοντας ένα απ’ τα ερωτικά διέξοδα της επαρχίας μας. Αυτό που εικάζει κατά βάθος ο Ιωάννου είναι πως ίσως τα ζώα αυτά να μην είναι και τελείως «άχρηστα» κι «απορριπτέα», όπως ο ίδιος τα βλέπει, αλλά εξυπηρετούν κι αυτά βασικές ανθρώπινες ανάγκες και δη ερωτικές… στη στερημένη επαρχία τη δεκαετίας του ’60. Στον «Φόβο του ύψους», λίγο πριν το τέλος, ενώ ο Ιωάννου μιλάει για την αδήριτη μοναξιά του, παρεμβάλλει ένα περιστατικό που έχει υπερρεαλιστική βάση επειδή αγγίζει, ούτως ή άλλως, την υπερβολή. Ενα ανταρτόπληκτο παιδί έχει την ικανότητα να βλέπει άλλα πράγματα, ίσως ικανά προς στιγμήν να τον απομακρύνουν απ’ το προσωπικό του πρόβλημα. Προσποιείται λοιπόν πως βλέπει μια μύγα, μα ο συγγραφέας αντιστέκεται σ’ αυτό. Οι δύο απόψεις συγκρούονται, το παιδί αφαιρείται, ενώ ο αφηγητής πατάει στέρεα στη γη. Στην «Εξαίσια αστική μας κοινωνία», παραθέτει ένα απόσπασμα που αφορά την εργατική τάξη, συγκρίνοντάς την όμως μ’ εκείνη των μορφωμένων κυριών, για ν’ αποκαλύψει το ντοκουμενταρισμένο δράμα μιας χιουμοριστικής νοοτροπίας. Ενώ ο κοροϊδευτικός τόνος είναι καταφανής, η αλήθεια ξεσκεπάζει απροκάλυπτα τη δήθεν υπεροχή των αμόρφωτων κυριών, δίνοντας με τη σύγκριση προτεραιότητα κι αποδοχή στους εργάτες. Στο πεζογράφημα «Οι ψύλλοι», καταγράφοντας την επέμβαση του εντόμου στη σεξουαλική πράξη, η χιουμοριστική διάθεση σφραγίζει τελικά το ύφος του κειμένου ίσαμε το τέλος. Εδώ το τραγικό αποδίδεται με εύθυμο τόνο, κάτι που επιβάλλει καθαρά η μετάθεση ύφους. Η «Λυσσασμένη αγελάδα» έχει σαν θέμα μια αγελάδα λυσσασμένη που σφάχτηκε στην Καλαμπάκα και φαγώθηκε σ’ εστιατόριο Τρικάλων. Η επίπτωση της είδησης αυτής των εφημερίδων για τους κατοίκους της πόλης είναι άκρως χιουμοριστική. Οι κάτοικοι μάλιστα κατανέμονται και σε κατηγορίες ανάλογα αν έφαγαν το κρέας της αγελάδας ή όχι. Το δήθεν τραγικό γεγονός, βασισμένο στις υποψίες του κόσμου, αποβαίνει στο τέλος τραγελαφικά βασανιστικό. Μέχρι και τον μητροπολίτη αφορούν οι υποψίες.
β. Στη συλλογή «Σαρκοφάγος», (πεζογραφήματα, εκδόσεις «Ερμής» Αθήνα το 1971), υπάρχει διάχυτο χιούμορ. Στο κείμενο «Νεκροφάνεια», έχουμε την εντύπωση πως το κείμενο είναι από τα γνωστά που περιγράφουν μια νεκροφάνεια, όπου στο τέλος, ο αποτροπιασμός συγγενών και φίλων μεταμορφώνεται αισίως. Ολα κινούνται γύρω από μια ιδέα, η οποία διαδίδεται ανάμεσα στους παρευρισκομένους πως ο νεκρός, η κυρία Φιφή, ίσως να ήταν ζωντανή μες στο φέρετρο. Η Καίτη και ο Λέλος, τα παιδιά της νεκρής, γελούν με την ιδέα αυτή, μα, όταν το νέο παίρνει διαστάσεις σε σημείο να καλέσουν γιατρό ο οποίος στη συνέχεια διαπιστώνει πως πράγματι η κυρία Φιφή ήταν νεκρή, τα πάντα παγώνουν. Με τη «Σειρήνα», ο Ιωάννου επιχειρεί να διασώσει εικόνες της Θεσσαλονίκης πριν την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, καταγράφοντας μέχρι και την επιστράτευση των Ελλήνων στις 28 Οκτωβρίου 1940. Εδώ οι εικόνες του περίγυρου είναι ιδωμένες με τα μάτια ενός παιδιού, που μεταμορφώνεται στο τέλος του κειμένου σε έφηβο. Ανάμεσα στα ευτράπελα γεγονότα υπάρχει κι ένα κωμικό περιστατικό, που δηλώνει πως ίσως πάντα πριν από την κατίσχυση του θανάτου, οι άνθρωποι ξεφαντώνουν και εκτρέπονται. Στο «Χρυσούν απίδιον», ως έναυσμα παραθέτει ένα αστείο για να μιλήσει μετά για τα παιδικά του χρόνια αποκαλύπτοντας και την ταβέρνα όπου συχνά πήγαινε παιδί να φωνάξει τον πατέρα του για να γυρίσει σπίτι και να φάνε. Παραδίπλα στο μαγαζί, βρισκόταν και το φαρμακείο του Πεντζίκη, λογοτεχνικό κέντρο της εποχής. Τα διαφημιστικά χαρτάκια πάνω στον τάφο του πατέρα του, που καταλήγουν συνειρμικά στην ταβέρνα, έχουν προφητικό και συνάμα συμβολικό σκοπό. Στο ίδιο κείμενο, διηγείται κι ένα άλλο χιουμοριστικό περιστατικό, με συμβολισμό που αναδύεται με την παράθεση των γλυκισμάτων ενός γαλακτοπωλείου, όπου τα παιδιά διαλέγουν το γλυκό «μπαμπά». Στη «Συμμορία της καρφίτσας», ο συγγραφέας μιλάει για κάποια περιβόητη πεντάδα που είχε μανία να τρυπάει με καρφίτσα ξένες γαλοπούλες. Το χιούμορ εδώ είναι τραγικό και ξεσκεπάζεται ακαριαία. Ο συγγραφέας, εξιστορώντας τη ζωή της γυναίκας που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας επειδή την είχε εγκαταλείψει ένας χασάπης, τη δικαιώνει στο τέλος, συγκρίνοντάς τη με τη γυναίκα του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου που παντρεύτηκε επτά αδελφούς. Στα «Παρατσούκλια» ο Ιωάννου αναφέρεται στα διάφορα παρατσούκλια που του φώναζαν οι συμμαθητές του, για όλη την οικογένειά του, την επονομαζόμενη «Οικογένεια Βατραχιάν». Μέσα απ’ τη γελοιοποίηση μιας κατάστασης, αναδύεται η μοναξιά και η καταδίκη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Μερικά περιστατικά που υπάρχουν εδώ, θεωρούνται σαν θεία δίκη που ξεσπά εναντίον του συγγραφέα επειδή αυτός τυραννούσε μικρά ζώα. Στη «Σκυλοπολιορκία», ο συγγραφέας διεκτραγωδεί τα βάσανά του το 1963, όταν μετατέθηκε από την Πελοπόννησο στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, και νοίκιασε ένα σπίτι με άγρια σκυλιά, που του ορμούσαν όποτε έβγαινε για να πάει στο αποχωρητήριο ειδικά τις νύχτες. Στη συνέχεια, ο Ιωάννου, χρησιμοποιώντας την αντίθεση, συνειρμικά καταφεύγει στην επιτυχημένη σύζευξη του καθικιού με το γεμάτο μέλι πιθάρι όπου τοποθετήθηκε ο νεκρός βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίπολης για να μεταφερθεί από την Αθυτο αναλλοίωτος στην πατρίδα του. Στο κείμενο «Ο δουξ του Σπρουξ», το θέμα έχει σουρεαλιστικούς υπαινιγμούς που αποδίδονται με εικόνες αθηναϊκού κέντρου, της Ομόνοιας, όπου το δουκάτο του συγγραφέα στεγάζεται σ’ ένα ξενοδοχείο πολύ κοντά στην περιώνυμη πλατεία, καθώς ένα μωσαϊκό ανθρώπων περιφέρονται καθημερινά σ’ έναν χώρο που τελικά δεν τους αφομοιώνει, αλλά τους ωθεί να πλανώνται από δω κι από κει χωρίς να βρίσκουν πουθενά ησυχία. Στα «Βαφτίσια», ο συγγραφέας σχολιάζει ονόματα γυναικεία και αντρικά. Αξιοσημείωτο είναι το τέλος του κειμένου, όπου ο Ιωάννου καταφεύγει στους επικήδειους λόγους, τονίζοντας ξανά την αντίθεση γέννηση – θάνατος. Το «Ουκ ηπίστατο φεύγειν», περιγράφει ένα ταξίδι του συγγραφέα με τρένο απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Οι ίδιοι οι σταθμοί που κάνει η αμαξοστοιχία είναι πηγές απ’ όπου αναβλύζει η μνήμη. Κατοχικά περιστατικά εμπλέκονται μαζί με άλλα ευτράπελα, αλλά μόνον όσα εκτυλίσσονται κοντά στη Θεσσαλονίκη είναι αυτά που έχουν σπουδαιότητα, όπως το περιστατικό με τη γριά Βενέτω. Επίσης στο κείμενο, ο αφηγητής κατατρύχεται από μια σκέψη που του δημιουργεί υποψίες και φοβίες, προκαλώντας το γέλιο. Αυτό που θαυμάζει κανείς εδώ είναι η έκθεση των αλλεπάλληλων παθημάτων, που προκαλούν ενοχές, ακόμα και όταν κάποιος ξεχάσει τη βρύση του σπιτιού του ανοιχτή, επειδή ο κόσμος που τον εγκλωβίζει δεν συγχωρεί εύκολα τέτοια ατοπήματα.
Γ. Το κείμενο «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» της «Μόνης κληρονομιάς» (πεζογραφήματα, εκδόσεις «Ερμής» Αθήνα 1974), αποτελεί μια βιογραφία δύο αδελφών γυναικών. Το χιούμορ στο κείμενο δεν παρεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις κορεσμού του σοβαρού ύφους, αλλά, όταν ο συγγραφέας έχει την πρόθεση ν’ αντισταθεί γελοιοποιώντας έτσι τις κοσμικές επισημότητες, όπως στην κηδεία του χτίστη, του συζύγου της μιας αδελφής, όταν αυτός πέθανε από εχινόκοκκο, και το αστείο αποσπάται απ’ το τραγικό. Το διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης» είναι η ιστορία ενός δασκάλου, θείου του συγγραφέα, ο οποίος παντρεύτηκε μια λωλή συνάδελφό του. Καράφλας μέχρι το κόκαλο, σπουδαίος λοχαγός στον ανταρτοπόλεμο, αλλά και δεινός ρήτορας επικηδείων κατά την περίοδο αυτή: το χιούμορ καλύπτει κι εδώ εντελώς το μακάβριο, κάτι που συμβαίνει όταν παρατίθεται η επίσκεψη του ζευγαριού κι ενός χωροφύλακα στο σπίτι τους, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μέσα στη φρικωδία του Εμφυλίου. Το διήγημα «Το βουγγάρι» είναι κι αυτό μια εκτενής ιστορία των παραμονών του πολέμου που φτάνει μέχρι τα μετέπειτα χρόνια. Ο Ιωάννου εδώ συνθέτει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής, όταν γράφει για τη γεροντοκόρη δασκάλα, με την οποία παραθέριζαν οικογενειακώς τότε στη Φλώρινα, και αποκαλύπτει τη διονυσιακή καθ’ όλα άποψη για τη ζωή, που βιώνεται τάχα ανυποψίαστα εν μέσω κινδύνων. Στο σύντομο διήγημα «Τα περιστέρια», ο αναγνώστης έχει την εσφαλμένη εντύπωση, στην αρχή τουλάχιστον του κειμένου, ότι πρόκειται περί φαιδρού περιστατικού: το χιούμορ καταπνίγεται οριστικά κι ακαριαία απ’ την έκθεση του δράματος ενός καμπούρη που βγήκε στο μπαλκόνι για να βγάλει λόγο δίπλα σ’ ένα κλουβί περιστεριών, τα οποία κάθε τόσο απελευθερώνει. Στο τέλος, αφού ο καμπούρης ελευθερώνει τέσσερα περιστέρια, μπαίνει μέσα και επιχειρεί να σκοτώσει τη μητέρα του. Στο διήγημα «Τα λεμόνια ήταν ακριβά», υπάρχει, βέβαια, χιούμορ όταν διαβάζει κανείς για Γερμανούς της Κατοχής να πετούν συχνά από το τρίτο πάτωμα επιταγμένου σπιτιού λεμόνια στους περαστικούς Θεσσαλονικείς. Η τραγικότητα που αποπνέει το κείμενο είναι διπλή, αν λάβουμε υπόψη μας και την ανατίναξη του κτιρίου απ’ τους δικούς μας, γεγονός που ίσως και να μη συνέβη.
Τελειώνοντας, ας προσθέσω το εξής: Ο Ιωάννου, ικανός τεχνίτης όπως ήταν, ατένιζε πάντα τ’ ανθρώπινα με τα μάτια της ψυχής, εκφράζοντάς τα με πικρό χιούμορ, ίσως επειδή θέλει τις περισσότερες φορές να κρύψει έναν ανομολόγητο τρόμο.
Ο Γεράσιμος Δενδρινός είναι φιλόλογος και συγγραφέαςg
Αντιγόνη Βλαβιανού «Φυλλάδιο», ένα περιοδικό πολύτροπης γραφής και προσδοκίας αναγνωστικήςΠότε; Από την άνοιξη του ’78, που θα κάνει την εμφάνισή του ένα ολιγοσέλιδο περιοδικό – με τον σεμνό τίτλο «Φυλλάδιο» και τον υπότιτλο «τρίμηνο περιοδικό πνευματικής ζωής», μια βινιέτα με τρία φύλλα κισσού και τον τακτικό αριθμό 1 –, έως τον χειμώνα του ’85, που θα κυκλοφορήσει το τελευταίο διπλό τεύχος, αρκετοί παράγοντες θα καθορίσουν την όψη και το περιεχόμενο του περιοδικού, που ο Γιώργος Ιωάννου έγραφε, εξέδιδε και διακινούσε ιδίοις αναλώμασι.
Τι; Στο όνομα ποιας αδήριτης ανάγκης ήλθε αυτό το περιοδικό να προστεθεί στα έντυπα ποικίλης φιλολογικής ύλης που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή; Τι ήταν το «Φυλλάδιο» για τον συγγραφέα: έκφανση εκκεντρικότητας ενός λογοτέχνη που είχε προλάβει να αναγνωριστεί; Ενας επιπλέον δίαυλος εξομολογητικής επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό ή εκδήλωση μιας πνευματικής δράσης βουλιμικής;
«Το 1ο τεύχος του “Φυλλαδίου” κατάφερες να το βγάλεις την άνοιξη του 1978. Ηταν κάτι που το συζητούσες από χρόνια, αλλά δεν δινόταν η συγκυρία για πραγματοποίηση. Αλλά τώρα, από τη μια η απόλυτη άρνησή τους – πού σε είδα, πού σε ξέρω – να φιλοξενήσουν στα έντυπά τους την απάντησή σου κατά του Μαρωνίτη, κι από την άλλη κάποιες ευτυχείς συμπτώσεις, σε έκαναν να επισπεύσεις και να [το] βγάλεις […]», γράφει στο «Εις εαυτόν» (1).
Δύο πεζογραφήματα, που θα ενταχθούν σε βιβλία του αργότερα, και η μετάφραση ποιημάτων του Μελέαγρου (ΧΙΙ, «Παλατινής Ανθολογίας») συνιστούν τη συνολική ύλη ενός τυπογραφικού και των εξωφύλλων μαζί. Ωστόσο, ο συγγραφέας σπεύδει να δηλώσει ότι «το πρώτο τεύχος είναι αδιαμόρφωτο» και να προσθέσει ότι σκοπεύει να το κάνει δίμηνο, διευκρινίζοντας κατηγορηματικά ότι «το “Φυλλάδιο” δεν θα ασχολείται ούτε με αριστουργηματολογίες ούτε με καλλιγραφίες […]». Τι ακριβώς εννοεί;
Το καλοκαίρι του ’78, το «Φυλλάδιο 2», διπλάσιο σχεδόν, εγγράφεται στα ίδια «αδιαμόρφωτα» πλαίσια φαινομενικά: ίδια τυπογραφία, ίδιος υπότιτλος, ίδιας προέλευσης ποιήματα (ΧΙΙ, «Παλατινής Ανθολογίας») και κείμενα του Γ.Ι. πριν περιληφθούν σε βιβλία του μετά. Στις τελευταίες σελίδες του τεύχους συναντάμε, όμως, μια καινούργια ρουμπρίκα: τους «Θυσάνους» – κράμα αποτιμήσεων, εξομολογήσεων και σχολίων –, μέσω των οποίων ο συγγραφέας προσβλέπει σε «μια πιο άμεση επικοινωνία με τους αναγνώστες». Χάρη σ’ αυτούς τους «Θυσάνους» μαθαίνουμε ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στο «Φυλλάδιο»: ούτε η μοβ απόχρωση του εξωφύλλου, ούτε τα ποιήματα από την «Παλατινή Ανθολογία», ούτε το ημιστίχιο από τους «Ιδανικούς αυτόχειρες» του Καρυωτάκη, ούτε τα φύλλα κισσού που κοσμούν το περιοδικό: «Βλέπω στον κισσό το φυτό της φθοράς, του θανάτου […], […] το προστατευτικό κάλυμμα, που κρύβει από κάτω ολόκληρη ζωή, χαμηλωμένη», ομολογεί.
Την άνοιξη του ’79, το τεύχος 3-4 δρομολογεί τις πρώτες αλλαγές που θα διαμορφώσουν τη νέα φυσιογνωμία του περιοδικού, καθώς αλλάζει τυπογραφείο (Μανουσαρίδης) και το τεύχος βγαίνει πλέον διπλό. Επιπλέον, ο Γ.Ι. εγκαταλείπει τους ευσεβείς πόθους ενός τριμηνιαίου περιοδικού, θυσιάζοντας το έλασσον για το μείζον: «Το “Φυλλάδιο” είναι συνδεδεμένο με την ύπαρξή μου […] είτε τρίμηνο είτε εξάμηνο είτε ετήσιο, είτε τυπωμένο είτε χειρόγραφο, είτε νόμιμο είτε παράνομο […]», δηλώνει εμφατικά. Στο τεύχος αυτό – εκτός από μεταφράσεις επιτύμβιων επιγραμμάτων (VII, «Παλατινής Ανθολογίας») και δικά του πεζά – οι «Θύσανοι» θεριεύουν και καταλήγουν «ένα[ς] μικρό[ς], έστω και πειρατικό[ς], πομπό[ς] στο χέρι» του Γ.Ι., με τον οποίο διαμαρτύρεται, υπερασπίζεται εαυτόν και καταγγέλλει τα κακώς κείμενα στην πνευματική ζωή. «Οι “Θύσανοι” είναι για σένα χίλιες, και δυο χιλιάδες επιστολές διαμαρτυρίας μαζεμένες», γράφει χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και θεωρεί το «Φυλλάδιο» «μια υπόθεση εντελώς προσωπική», στην οποία δεν επιθυμεί μοιρασιά ούτε στις καταγγελίες, ούτε στις ευθύνες, ούτε στο πόνημα, ούτε στο φρόνημα, αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» γεγωνυία τη φωνή.
ΠΩΣ; Το έλασσον έχει, βεβαίως, χαθεί: ο χαρακτηρισμός «τρίμηνο» διαγράφεται από τον υπότιτλο στο τεύχος 5-6, που κυκλοφορεί τρία χρόνια μετά (1982). Για τον Γ.Ι., εκείνο που προέχει, όμως, είναι «να περιέχει κείμεν[ά] [του] […] που δεν θα μπορούσαν, είτε ως πολύ προσωπικά είτε ως ενοχλητικά», να δημοσιευθούν αλλού. Μέσα από αυτά τα ανεπιθύμητα/αδέσποτα κείμενα ανοίγει μέτωπα, ξεσκεπάζει, προκαλεί. Μεθοδικός και ανατρεπτικός, με τα τεκμήρια ανά χείρας για όποιον δυσπιστεί ή λησμονεί, κατονομάζει, διαμαρτύρεται, εξοργίζεται, επαναστατεί. Αλλοτε, πάλι, καταφεύγει στη σάτιρα και το «μαύρο χιούμορ», με μια γλώσσα που, με τον μανδύα της καθαρεύουσας, καθιστά την ειρωνεία του πιο καυστική. Συγχρόνως, δεν διστάζει να σαρκάσει εαυτόν ή να μνημονεύσει ζώντες και τεθνεώτες που τον βοήθησαν σε μύρια δύσβατα στη δική του ζωή.
Αγγίζουμε ένα σημείο κομβικής σημασίας εδώ, που προσδίδει στα φύλλα κισσού υπόσταση συμβολική. Τι άλλο από οσμή θανάτου αναδίδουν τα επιγράμματα στο περιοδικό; Τι άλλο από αύρα θανάτου διαπνέει τα πεζογραφήματα στο τχ. 5-6; Και όσα καταγγέλλει στις σελίδες των «Θυσάνων» – τόσες προδοσίες, διαψεύσεις – ως μικροί θάνατοι δεν λογίζονται, επίσης; Σκιά θανάτου βαραίνει και τον «θύσανο» 16, όπου οι καταγεγραμμένοι θάνατοι προσφιλών του ανθρώπων των Γραμμάτων την τριετία ’79-’82 αποβαίνουν «θρήνοι, σχεδόν ιδιωτικοί». Εναν προσωπικό θρήνο καταθέτει, άλλωστε, και στον τελευταίο «θύσανο» (104), χρησμοδοτώντας μια «μελλούμενη φυγή»: «Αρ΄ ου πάντα, όσα υπό μυθολόγων ή ποιητών λέγεται, διήγησις ούσα τυγχάνει ή γεγονότων ή όντων ή μελλόντων;» (Πλάτωνος «Πολιτεία», 392 D).
Το «Φυλλάδιο 7-8» θα κυκλοφορήσει τέλη του ’85, μετά τον αδόκητο θάνατο του Γ.Ι., και εικάζεται ότι αν ζούσε θα ήταν διαφορετικό. Πάντως, ο Κ. Καφαντάρης, που επιμελήθηκε το τεύχος, «δηλών[ει] υπεύθυνα ότι δεν μετακινήθηκε ούτε ένα κόμμα» του συγγραφέα. Πράγματι – εκτός της νέας αλλαγής τυπογραφείου (Βιβλιοπωλείο της Εστίας) – το τχ. 7-8 ενέχει οικεία ύλη θεματική: επιτύμβια επιγράμματα (VII, «Παλατινής»), διανθισμένα από ερωτικά επιγράμματα τη φορά αυτή, τη συνέχεια κειμένων προηγούμενων τευχών, και «θυσάνους» που ο συγγραφέας κατατάσσει σε κατηγορίες και καταμετρά με τακτικούς αριθμούς. Στο τεύχος 7-8, ο Γ.Ι. – έργω και λόγω πολιτικοποιημένος συγγραφέας – είτε απαριθμεί θανάτους προσφιλών, είτε προσδιορίζει με ενάργεια ό,τι τον «καίει» στην πολιτική ζωή, είτε σαρκάζει τον έξω κόσμο, είτε διασκεδάζει τον έσω φόβο, μιαν αιμάσσουσα πληγή περιγράφει, μετουσιώνοντας ενίοτε τη γραφή του σε απόγνωσης κραυγή: […] Ο,τι και να φωνάξεις, / πόσο θα το φωνάξεις / επί πόσα χρόνια, πάνω σε ποια σκαλιά / και σε ποιον άμβωνα;
ΓΙΑΤΙ; Τι ήταν, εν τέλει, το «Φυλλάδιο» για τον Γ.Ι.; Ενα είδος γενικής δοκιμής των κειμένων του, προτού τα εκδώσει; Χώρος αποθήκευσης ιδεών, απολογισμών, αποτιμήσεων, επαίνων και αφορισμών; Επαλξη για μάχες; Οπλο για το ξόρκισμα δεινών; Ή, μήπως, ένα βήμα για προσκλητήριο νεκρών;
Καθώς, με την πάροδο των τευχών, τα αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα περιορίζονται αισθητά και εξαλείφονται στο τχ. 7-8, ενώ οι «θύσανοι» τα διαδέχονται, εντείνοντας την αγωνία του να μην «καταντήσουν περιεσκεμμένες καλλιγραφίες», προβάλλει το credo του Γ.Ι. ότι «οι συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους δεν γράφουν συνεχώς λογοτεχνία. Αγωνίζονται και για άλλα […] για να ολοκληρωθούν και να επηρεάσουν» (2). Απότοκο αυτού του αξιώματος είναι η πεποίθηση ότι «η λογοτεχνία δεν είναι διπλωματία. Είναι ακριβώς το αντίθετο» (3), έστω κι αν η αλήθεια κοστίζει γιατί δυσαρεστεί.
Για τον πολυπαθή και πολυμαθή Γ.Ι., αλλά και ακάματο και οξυδερκή παρατηρητή, η ώρα της γραφής δεν είναι ώρα καλλιέπειας, αλλά συνέπειας σε ό,τι θεωρεί αμετακίνητες «θέσεις ζωής». Μόνον έτσι θεωρεί ότι μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις, να εισακουστεί, όχι από τους «πολλούς και ακατατόπιστους», αλλά από τους λίγους και εκλεκτούς. Το «Φυλλάδιο», ως ιδιόγραφο αποτύπωμα ψυχής, δεν επιβάλλει άρα αφ’ εαυτού μόνο την ανάπτυξη μιας πολύτροπης γραφής, αλλά υποβάλλει και μια προσδοκία αναγνωστική, με την πεποίθηση ότι «όπως υπάρχουν συγγραφείς με ταλέντο, έτσι υπάρχουν και αναγνώστες με ταλέντο, ταλέντο στην ανάγνωση».
1. Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984). Αναφέρει, συγχρόνως, πώς παρακινήθηκε από το παράδειγμα του Β. Διοσκουρίδη, που εξέδιδε τον Εκηβόλο, και πώς βοηθήθηκε στην εκτύπωση/διαμόρφωση του Φυλλαδίου από τον τυπογράφο Αιμ. Καλιακάτσο.
2. Χειρόγραφος ανέκδοτος «θύσανος»: «Περιβάλλον και ζώα».
3. Χειρόγραφος ανέκδοτος «θύσανος»: «Αξιώματα».
Η Αντιγόνη Βλαβιανού είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ «Θα διαβάζεται στις μέρες που θα έρθουν»Με την άδεια του Νάσου Βαγενά αναδημοσιεύουμε το κείμενο που είχε γράψει τον Αύγουστο του 2005, στη συμπλήρωση τότε 20 ετών από τον θάνατο του συγγραφέα. Αποτελεί πλέον τον πρόλογο στη συλλογική έκδοση «Με τον ρυθμό της ψυχής» (εκδ. Κέδρος, 2006, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα)
«Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου. Στο γεγονός δεν έχει ως τώρα δοθεί η δέουσα προσοχή, αν κρίνουμε από την αδιαφορία των περισσοτέρων από τις εφημερίδες που διαμορφώνουν με τις σελίδες τους για το βιβλίο τις συνθήκες του λογοτεχνικού μας χρηματιστηρίου αξιών. Ο λόγος είναι προφανής. “Ο Ιωάννου δεν πουλάει”, δήλωνε αφ’ υψηλού προ ημερών εκδότης εθισμένος στο λογοτεχνικό είδος του μπεστ σέλερ.
Και όμως, ο Ιωάννου ως τον θάνατό του ήταν ο πλέον “ευπώλητος” από τους πεζογράφους της εποχής του. Ήταν το εμπορικό ανάλογο του πλέον επιτυχημένου σημερινού Έλληνα “μπεστσελερίστα”. Γι’ αυτό και, για όσους πιστεύουν ότι είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες πεζογράφους, η περίπτωση της σημερινής τύχης του θα μπορούσε να γίνει ο γνώμονας για χρήσιμες συγκρίσεις σε ό,τι αφορά τη σχέση σήμερα, στη χώρα μας, του αναγνωστικού κοινού με τη λογοτεχνική ποιότητα. “Ο Ιωάννου δεν πουλάει σήμερα”, ανέλυσε ο εκδότης, “γιατί δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής μας”. Η διαπίστωση θα ήταν εύστοχη, αν ο βαθύτερος σκοπός της λογοτεχνίας ήταν η έκφραση του πνεύματος μιας εποχής. Ένα έργο τέχνης βέβαια δεν μπορεί να είναι έργο σημαντικό, αν δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής του. Όμως υπάρχουν έργα που εκφράζουν το πνεύμα της εποχής τους χωρίς να είναι σημαντικά. Και τούτο γιατί ο βαθύτερος σκοπός της τέχνης, χωρίς την υλοποίηση του οποίου ένα έργο δεν μπορεί να είναι πραγματικά σημαντικό, είναι η απεικόνιση της ανθρώπινης κατάστασης, απεικόνιση που δεν εξαντλείται με την έκφραση του πνεύματος της εποχής.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν ο Ιωάννου δεν πουλάει σήμερα, αυτό συμβαίνει όχι γιατί το έργο του δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής μας (στον βαθμό που ένα έργο είναι σημαντικό εκφράζει και το πνεύμα –το βαθύτερο πνεύμα– και άλλων εποχών, πολλώ μάλλον το πνεύμα μιας συνεχόμενης με την εποχή του εποχής). Αυτό συμβαίνει γιατί το αναγνωστικό κοινό σήμερα στον τόπο μας έχει διαμορφωθεί έτσι (από παράγοντες ορατούς τόσο, που να μη χρειάζεται να τους αναφέρουμε εδώ) ώστε να πιστεύει ότι ο βαθύτερος σκοπός ενός λογοτεχνικού έργου είναι να εκφράζει το πνεύμα της εποχής του, νοώντας μάλιστα ως πνεύμα της εποχής τις πλέον επιφανειακές εκδηλώσεις της.
Το γιατί ο Ιωάννου είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους μας το έχει εξηγήσει με πειστικότητα η κριτική. Συνοψίζοντας την αξιολόγησή της θα λέγαμε ότι το έργο του, εκτός από την ενάργεια με την οποία απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αποτελεί και κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας. Κι αυτό γιατί η γραφή του, με την ιδιότυπη και καίρια διατύπωσή της, αποτέλεσε έναν βαθύ της εκσυγχρονισμό· ένα συμβάδισμά της, θα προσθέταμε, με τις πλέον ουσιώδεις σύγχρονές της εκφράσεις του δυτικού πεζογραφικού λόγου, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ιωάννου είναι ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ενδογενής· ότι ο Ιωάννου τον κατόρθωσε όχι συνομιλώντας με τις σύγχρονές του δυτικές αναζητήσεις, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, αλλά με τη σύνθεση και τη συγχώνευση σε ένα δραστικό κράμα των πλέον ζωτικών στοιχείων της νεοελληνικής πεζογραφικής διαχρονίας.
Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, το οποίο γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία. Ο Ιωάννου διαμόρφωσε έναν νέο, σύγχρονο πεζογραφικό λυρισμό, διαφορετικό από τον εξωστρεφή λυρισμό της έως τις μέρες του πεζογραφίας μας· μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως, που δεν χρειάζεται λυρικές λέξεις για να αρθρωθεί και που παράγει τη θέρμη της –μια δροσερή θέρμη– χάρη σε ένα νέο για τη λογοτεχνία μας είδος υποβολής, που αναδύεται, καθοδηγούμενο από μια πραγματιστική ματιά, μέσα από μια δεξιοτεχνική συναίρεση ποικίλων –συχνά ετερόκλητων– στοιχείων: η εκφραστική λιτότητα που, παρά την αμεσότητά της, παράγει χάρη στις λανθάνουσες συνδηλώσεις της μιαν υποδόρια ένταση· η διαφορετική από τις συνήθεις μορφές της συνειρμικότητα· η αιφνίδια ανατροπή της χρονικής ακολουθίας και οι ευφυείς παρεκβάσεις· το χιούμορ και η –αυτοαναφορική– ειρωνεία· η επικέντρωση της προσοχής σε ελάχιστα ορατές, ωστόσο καθοριστικές, πτυχές της πραγματικότητας, συνεκβάλλουν σε μιαν ανεπιτήδευτη και
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ειδήσεις
- Λάρισα: Αυτοκτονία ο θάνατος της 38χρονης
- Τέμπη: Κατά μέτωπο επίθεση Καρυστιανού σε Μητσοτάκη – «Πόση κατρακύλα πια;»
- Σεισμός στη Σαντορίνη πάνω από 4 ρίχτερ
- Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα, Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου
- Νεκρή εντοπίστηκε η Νοτιοκορεάτισσα ηθοποιός, Kim Sae-ron
- Καιρός: Ερχεται πολική εισβολή και χιόνια – Μεγάλη πιθανότητα να χιονίσει και στην Αττική, ποιες περιοχές θα επηρεαστούν
- Λάρισα: Τι «δείχνουν» τα στοιχεία για τον θάνατο της γυναίκας που έπεσε από τον 5ο όροφο πολυκατοικίας
- Τελικός κυπέλλου μπάσκετ: «Το θέλαμε όλοι πάρα πολύ, εκτός... από τον κόουτς», δήλωσε ο Σλούκας
- Νότια Κορέα: Νεκρή στην κατοικία της στη Σεούλ βρέθηκε η 24χρονη ηθοποιός Κιμ Σαε-ρον
- Νέα σεισμική δόνηση μεγέθους 4,5 Ρίχτερ στις Κυκλάδες
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Τα Νεα
- Οι νέοι αγοράζουν εμπειρίες και οι μεγάλοι ιδιοκτησίες
- Γιώργος Ιωάννου: Η ένταση της λιτότητας
- Πρέπει να υπάρχει πρόληψη
- Οι δικαστικές εξελίξεις και τα νέα «αγκάθια» μετά τις απειλές
- Κρίση ταυτότητας, ακροδεξιά φαντάσματα
- Ποιοι είναι οι «αιώνιοι»;
- O αντιπρόεδρος των ΗΠΑ
- Πρόσωπα και ρόλος
- Η μάχη της προσιτής στέγης
- ΑΙ: και μαζί και… χώρια
- Τελευταία Νέα Τα Νεα
- Γιώργος Ιωάννου: Η ένταση της λιτότητας
- Τρικυμία σε πράσινο ποτήρι
- O αντιπρόεδρος των ΗΠΑ
- Ο ευρωπαϊκός δρόμος δείχνει αυτή την ώρα μονόδρομος
- ΑΙ: και μαζί και… χώρια
- Τα άκρα επιβάλλουν ατζέντα
- Πρέπει να υπάρχει πρόληψη
- Ποιοι είναι οι «αιώνιοι»;
- Wemby εσύ σούπερ σταρ!
- Κρίση ταυτότητας, ακροδεξιά φαντάσματα
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ειδήσεις
- Θεσσαλονίκη: Δεκατρείς συλλήψεις οδηγών χωρίς δίπλωμα
- Ουκρανία: Ο Στάρμερ δηλώνει έτοιμος να αναπτύξει στρατεύματα ως εγγύηση ασφαλείας
- Πολιτικός γάμος: Όταν θεσμοθετήθηκε και στην Ελλάδα
- Γονικός έλεγχος: Το Google Family Link προσφέρει νέα εργαλεία εποπτείας
- 40η «Ημέρα Καριέρας»: Τουλάχιστον 160 επιχειρήσεις θα προσφέρουν πάνω από 5.000 θέσεις εργασίας
- Θεσσαλονίκη: Στις φλόγες λεωφορείο στα Κουφάλια
- Χειμερινές εκπτώσεις 2025: «Τρέχουν» οι προσφορές από τα καταστήματα – Πότε θα ολοκληρωθούν
- Ουκρανία: Νέα νυχτερινή επίθεση της Ρωσίας στο Κίεβο
- Ένας τραυματίας από ουκρανική επιδρομή με drones στη Νότια Ρωσία – Φωτιά στο διυλιστήριο Ίλσκι
- Λούπη για Καλυβάτση: «Επέλεξε να είναι στη Θεσσαλονίκη, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση»