Αρετή Αδαμοπούλου

Το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου παράγεται, εκτίθεται, διακινείται, πωλείται και αξιολογείται η τέχνη θεωρείται αδιάφορο ή εξαιρετικά εξειδικευμένο για να απασχολήσει το ευρύ κοινό. Οι συζητήσεις για την τέχνη που κερδίζουν δημοσιότητα αφορούν συνήθως στην προσωπική ζωή των καλλιτεχνών, σε διάσημα έργα, σε εξωφρενικά ποσά που δαπανώνται σε αγορές, σε αμφισβητούμενη αυθεντικότητα έργων, σε ό,τι δηλαδή μοιάζει με αστυνομικό μυθιστόρημα, σενάριο ταινίας ή σίριαλ, ό,τι είναι γεμάτο ίντριγκα και δολοπλοκία. Σπάνια αναρωτιόμαστε πώς, από ποιους και πότε συγκροτήθηκαν οι κοινές παραδοχές

για το τι είναι ενδιαφέρον, τι αξίζει να εκτεθεί ή ποιο εκτιμάται ως αξιόλογο έργο τέχνης, ποιες πολιτικές κρύβονται πίσω από καλλιτέχνες και έργα που προωθούνται.

Η σκέψη γι’ αυτόν τον τόμο ξεκίνησε από τέτοιου είδους ερωτήματα. Οι ιστορικοί της τέχνης συχνά τα συζητούμε μεταξύ μας ή μας απασχολούν κατά μόνας. Θεώρησα ότι θα παρουσίαζε εξαιρετικό ενδιαφέρον να υπάρξει μία έκδοση που να εξετάζει και να αντιμετωπίζει με κριτική ματιά αυτό ακριβώς: πώς δημιουργήθηκε και πώς λειτουργεί το μεταπολεμικό θεσμικό πλαίσιο για την τέχνη στην Ελλάδα. Επειδή πιστεύω ότι το θέμα είναι πολυσύνθετο και ευρύ, αποφάσισα να μην περιοριστώ στις δικές μου σκέψεις, αλλά να απευθυνθώ σε συναδέλφους, ώστε να προκύψει ένα έργο που θα παρουσιάζει πολλές απόψεις, οι οποίες θα αλληλοσυμπληρώνονται και θα πλουτίζουν η μία την άλλη.

Το αποτέλεσμα είναι ο συλλογικός τόμος Η τέχνη στην Ελλάδα. Το θεσμικό πλαίσιο μετά το 1945, που οργανώνεται σε τρεις θεματικές:

Η πρώτη είναι περισσότερο χρονικά προσδιορισμένη και αφορά στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Σε αυτήν, η Εύη Παπαδοπούλου εξετάζει τις φωτογραφικές εκθέσεις προπαγάνδας που επιχειρούσαν αμέσως μετά τον Εμφύλιο να διαμορφώσουν μια θετική εικόνα στον εγχώριο πληθυσμό για τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο. Η Χριστίνα Δημακοπούλου ερευνά τις προσπάθειες της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών για ενσωμάτωση των εφαρμοσμένων τεχνών στο πρόγραμμα σπουδών της, ένα ζήτημα που πάγια προκαλεί αμηχανία στους Έλληνες εικαστικούς. Η αγορά για την τέχνη και η προβολή των Ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό ήταν ένα πάγιο ζητούμενο στη χώρα ήδη από τον 19ο αιώνα. Η Άννυ Μάλαμα παρουσιάζει μια ιδιαίτερη περίπτωση εκθεσιακής δραστηριότητας, που επιχειρούσε να δημιουργήσει ένα αγοραστικό κοινό για την ελληνική τέχνη μέσω της νεοαναδυόμενης τουριστικής κίνησης. Πρόκειται για τις εκθέσεις έργων στο κρουαζιερόπλοιο Ολυμπία. Η ενότητα κλείνει με το κείμενο του Λευτέρη Σπύρου, που αποκαλύπτει πότε, από ποιον και πώς οικοδομήθηκε η ευρέως γνωστή σήμερα γραμμική αφήγηση για την ιστορία της τέχνης του νεότερου ελληνικού κράτους.

{jb_quote}Σπάνια αναρωτιόμαστε πώς, από ποιους και πότε συγκροτήθηκαν οι κοινές παραδοχές για το τι είναι ενδιαφέρον, τι αξίζει να εκτεθεί ή ποιο εκτιμάται ως αξιόλογο έργο τέχνης, ποιες πολιτικές κρύβονται πίσω από καλλιτέχνες και έργα που προωθούνται.{/jb_quote}

Οι συλλογικές ή κρατικές πολιτικές από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς για την τέχνη στην Ελλάδα είναι το αντικείμενο της δεύτερης ενότητας του τόμου. Σ’ αυτήν ο Σπύρος Μοσχονάς παρουσιάζει τους αγώνες για την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου. Η Τίνα Πανδή εκθέτει την πολύπλοκη και γεμάτη προβλήματα πορεία για τη δημιουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, τη συγκρότηση της συλλογής του και την κατασκευή της φυσιογνωμίας του κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Η Ηρώ Κατσαρίδου γράφει για τη θεσμική αναγνώριση της φωτογραφίας ως αυτόνομου εικαστικού μέσου. Από την εξέταση των κρατικών πολιτικών δεν θα μπορούσε να λείπει η δράση του Υπουργείου Πολιτισμού. Η Άνη Κοντογιώργη εξετάζει στο κείμενό της την αμήχανη σχέση του ΥΠΠΟ με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία.

Στην τρίτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου τα κείμενα επικεντρώνονται αποκλειστικά σε σύγχρονες εικαστικές πρακτικές, καθώς και ευρύτερα στο θεσμικό πλαίσιο για τη σύγχρονη τέχνη. Πώς και πότε αρχίσαμε να μιλάμε για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα; Ποιοι πρωταγωνίστησαν στη συγκρότηση αυτού του νέου πεδίου; Με ποιους τρόπους και ποιες επιδιώξεις; Η Ειρήνη Γερογιάννη ασχολείται με δύο θεσμούς που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση: την Αίθουσα Τέχνης Δεσμός και το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ. Εξετάζει τη σχέση τους, τις προτιμήσεις των ιδιοκτητών και την αντίληψή τους σχετικά με το ποια πρέπει να είναι η σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα. Σε συνέχεια αυτής της προβληματικής, η Λουίζα Αυγήτα εμβαθύνει στον ρόλο των ιδιωτικών ιδρυμάτων στη διαμόρφωση της σύγχρονης τέχνης και ασχολείται ιδιαίτερα με τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα της «φιλανθρωπίας». Το βιβλίο κλείνει με μια διπλή προσέγγιση σε εικαστικές πρακτικές που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του 1980. Ανέλαβα να γράψω για τις εικαστικές εγκαταστάσεις, θέμα που με απασχόλησε από τη διδακτορική μου διατριβή. Τις πρακτικές και πολιτικές για την κινούμενη εικόνα ανέλαβε η Μάρω Ψύρρα.

Είμαι σίγουρη ότι το περιεχόμενο του βιβλίου θα βρει αναγνωστικό κοινό από πολλούς και διαφορετικούς χώρους. Ως μια πρώτη συγγραφική προσπάθεια προς αυτή τη θεματική περιοχή θα έχει σίγουρα κενά και ελλείψεις. Όμως με την κυκλοφορία του αισθάνομαι ότι, καθώς όλοι οι συντελεστές του εργαστήκαμε προς την ίδια κατεύθυνση, με κοινό όραμα και κοινές αγωνίες, κερδίσαμε ήδη μία μικρή νίκη.

Η τέχνη στην Ελλάδα
Το θεσμικό πλαίσιο μετά το 1945
Συλλογικό έργο
επιμέλεια: Αρετή Αδαμοπούλου
University Studio Press
424 σελ.
ISBN 978-960-12-2654-5
Τιμή €32,00

Keywords
Τυχαία Θέματα