«Μύριχος, ο ποταμός των μύρων και των δακρύων» της Ελένης Λαδιά

Σε γνώρισα μετά τον θάνατο της μητέρας: είχα μάθει πως μικρή πλενόταν στα ήσυχα νερά σου, με θέα το φεγγάρι που την φώτιζε. Ο θείος της, ο αδελφός του πατέρα της, την έπαιρνε μικρό κορίτσι να τον βοηθήσει με τα σακιά για τον ανεμόμυλο. Η μικρή Ευδοξούλα είχε μείνει μόνη στο χωριό με την γιαγιά, την μάνα της μάνας της, και την οικογένεια του θείου της, του αδελφού του πατέρα της. Το κοριτσάκι, στοχαστικό κι υπομονετικό, δεν ήθελε ποτέ τίποτε εξαιρετικό, μόνο να βλέπει στο χωριό του που αγαπούσε να ξημερώνει και να βραδιάζει πάντα με την ήσυχη νομοτέλεια χωρίς καμιά διαταραχή. Το χωριό

ήταν ολόκληρο μια μεγάλη βλάστηση, κι από κει πήρε και το όνομά του. Βλάστη, Βλάστη λεγόταν. Οι γεωγραφικές γνώσεις της Ευδοξούλας δεν ξεπερνούσαν τα όρια της Πτολεμαΐδος, ή καλύτερα της Κοζάνης. Όταν συνόδευε ανόρεχτα πάντα τον θείο στον αλευρόμυλο, μόνο μία χαρά είχε. Έβγαζε τα υποδήματά της και τέντωνε τα πόδια μέσα στο ποτάμιο ύδωρ νομίζοντας πως μπλέκονταν με τα μύρα που ήταν γεμάτος ο Μύριχος.

Τι θαυμάσιος ποταμός, γεμάτος μύρα! ψιθύριζα.

Όταν πρωτοείδα το ποτάμι και έμαθα την φιλία με την μητέρα μου που ήταν παιδάκι, πίστεψα πως μοσχοβολούσαν τα μύρα του. Ο ποταμός ήταν των μύρων, γιατί δεν μπορούσε η εξαιρετική μου μητέρα παρά να πηγαίνει και να αγαπάει το συγκεκριμένο μυρωδάτο ποτάμι. Κι έτσι αγάπησα κι εγώ πολύ τον ποταμό των μύρων, μέχρι που γνώρισα και την άλλη του πλευρά. Όταν πλέον μεγάλη και ορφανή μητρός, είδα καλοκαίρι τον Μύριχο, αντίκρισα έναν μεγάλο ξεροπόταμο. Κενός, χωρίς ύδατα και μύρα. Μόνον μία μνήμη ήταν καρφωμένη πάνω του: η μάνα μου που πλενόταν μικρή κι εγώ μεγάλη να την φαντάζομαι μετατρέποντας τον ποταμό των μύρων σε ποταμό των δακρύων.

Keywords
Τυχαία Θέματα