«Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Αφορμή για ένα ιδεολογικό περίγραμμα της εθνορομαντικής ποιητικής του» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Δύο και παραπάνω αιώνες χωρίζουν τον σημερινό έφηβο-μαθητή από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Μια διαφορά μακρού χρόνου, ώστε να χωρέσουν ιστορικά γεγονότα συνέχειας και ασυνεχειών, που δεν μεταβάλλουν απλώς τις αντικειμενικές συνθήκες στο σύνολό τους, αλλά μεταβάλλουν και τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς και το περιεχόμενό τους· όπως και τα ίδια τα αιτήματα των ανθρώπινων κοινωνιών για τον εγκλιματισμό τους στις εκάστοτε πραγματικότητες.

Ο προβληματισμός μας θα στραφεί γύρω από κάποιες επισημάνσεις πάνω στις έννοιες έθνος / εθνικισμός / εθνική ταυτότητα, σε συνάρτηση με την περίπτωση

του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του εθνικιστικού-πατριωτικού ιδεώδους που εκπροσωπεί.

Η έννοια του έθνους-κράτους, ως πολιτικής και ιδεολογικά χρωματισμένης οντότητας, όπως είναι γνωστό, συνυφαίνεται με το φαινόμενο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Προϋπόθεση για τη συγκρότηση του έθνους-κράτους αποτελεί η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός και η οικονομική δυναμική της αστικής τάξης θα συντελέσουν στη συγκρότηση μιας εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας, της οποίας η διάχυση στα στρώματα του λαού θα περάσει μέσα από τα σχολεία και τη σύγχρονη γνώση που μεταφέρουν.

Ο Νίκος Σβορώνος, στο σοφό καταστάλαγμα της διαχρονικής του ερευνητικής και στοχαστικής διαδρομής πάνω στο ζήτημα συγκρότησης της εθνικής μας ταυτότητας, θεωρεί το πρωτοποριακό ιδεολογικό συναπάντημα της ελληνικής ελεύθερης σκέψης με την ευρωπαϊκή επιστήμη και τον ελεύθερο φιλοσοφικό στοχασμό των Ευρωπαίων εκπροσώπων του πνεύματος (Malebranche, Leibniz, Wolff, John Locke, Spinoza κ.ά.) ως στοιχείο που συνετέλεσε «στην αποσαφήνιση και τον πλουτισμό της εθνικής συνείδησης» (Το ελληνικό έθνος, Πόλις 2004, σ. 101).

Ο Λευκαδίτης ιστορικός, αν και παρακολουθεί τις μεταβολές που υφίσταται ο ελληνισμός στις διάφορες φάσεις της ιστορίας του, από την Ελληνιστική περίοδο στη Ρωμαιοκρατία και από εκεί στο Βυζάντιο, εμπειρίες που θα επιφέρουν την εισδοχή και αφομοίωση ξένων στοιχείων, εθνολογικών και πολιτιστικών, εντούτοις διαπιστώνει ότι η έστω και λανθάνουσα στη συνείδηση του ελληνισμού ύπαρξη κοινών στοιχείων, όπως η γλώσσα και η αίσθηση της πολιτιστικής και εθνολογικής συνέχειας, κρατάει ζωντανές τις υποδοχές μιας εθνικής αυτοσυνειδησίας, που θα συνειδητοποιηθεί με τον σταδιακό κλονισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και τότε ο ελληνισμός θα ξανασυνδεθεί με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και, γεφυρώνοντας το πολιτιστικό του χάσμα, θ’ αρχίσει να δημιουργεί ξανά έναν πολιτισμό με λαϊκές ρίζες – με έναν λόγο, να δημιουργεί ελληνική εθνική συνείδηση: που θα προκύψει από τη σύζευξη της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς με τη χριστιανική πίστη, ως συστατικών στοιχείων της πρώιμης –από τον 11ο αιώνα– αφύπνισης ενός εθνικού αισθήματος του ελληνισμού.

{jb_quote} Φιλοσοφία και ιστορία είναι για την ελληνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα δύο συνδιαλεγόμενες «δυνάμεις», προκειμένου να τεκμηριωθεί η ιδέα της ιστορικής και πολιτιστικής ενότητας των Ελλήνων. {/jb_quote}

Από αυτή την άποψη, την αποδοχή δηλαδή της συνέχειας του ελληνισμού, παρά τις συνειδησιακές ρωγμές στη διάρκεια των μεγάλων, εθνολογικά χαοτικών, εναλλασσόμενων αυτοκρατοριών, ο Σβορώνος έρχεται, από εντελώς διαφορετική ιδεολογική και ιστορική σκοπιά, να συγκλίνει σ’ αυτό το σημείο με τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο.

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος αφορμάται από μια φιλοσοφική προσέγγιση της ιστορίας, μετουσιώνοντας σε ιστορικά εργαλεία τις νέες τάσεις της εποχής του: την ευρωπαϊκή ρομαντική σκέψη, που φέρει στο προσκήνιο τον φιλοσοφικό ιδεαλισμό του Πλάτωνα, ενώ θα αναδείξει τον Vico, τον Herder και τον Hegel σε βασικούς συντελεστές της διανόησης του ρομαντικού στοχασμού και της φιλοσοφικής ερμηνείας της ιστορίας. Παράλληλα, ο χριστιανισμός προσλαμβάνεται ως ουσιώδες στοιχείο της ρομαντικής ιδεολογίας, καθώς προσφέρει την απόλυτη προτεραιότητα της πνευματικής ουσίας, που αναγνωρίζεται και στην έννοια του λαού (Volkgeist) –στην εγελιανή σύλληψή του– ως μιας πνευματικής συλλογικής ενότητας.

Στο έργο του Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος θα τεκμηριώσει τη σημασία του μεσαιωνικού ελληνισμού, ώστε να γίνει κατανοητή η λαϊκή δημιουργία (το δημοτικό τραγούδι) και να δειχθεί η διαχρονική ενότητα του ελληνικού πολιτισμού: αρχαίοι χρόνοι, μέσοι και νεότεροι χρόνοι, μέχρι την εποχή του. Σ’ αυτή του την προσπάθεια θα συγκροτήσει την ηρωική αντίληψη –επικαλούμενος την περίπτωση του Ομήρου– ότι η φιλοπατρία θα πρέπει να αναζωογονείται από την πατριωτική ποίηση, κι αυτή να αρδεύεται από τη συστηματική μελέτη της «πατρίου ιστορίας», στην οποία ο ποιητής οφείλει να εγκύπτει ψυχή τε και διανοία. «Ναι, υπάρχει, νομίζομεν, το ελατήριον, υπάρχει μέσον, δυνάμενον να θετικοποιήσει την ημετέραν ποίησιν, να παρέξη αυτή και σάρκα, και σχήμα και μορφήν, και εύρυθμον κίνησιν, να μεταδώση αυτή τον ιδιαίτατον χαρακτήρα του γένους μας, το πνεύμα, την φωνήν, τον βηματισμόν, την ομοιότητα της εθνικής ημών ιδιοπροσωπίας, δυνάμενον ενί λόγω να μεταβάλη την στιχουργίαν εις Ποίησιν αληθινήν. Ποίον δε το μέσον αυτό; Η προσεκτική μελέτη, η επίμονος και ακούραστος αναδιφή, η ολομελής κτήσις της ΠΑΤΡΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» (Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Τα κριτικά κείμενα, 1999, σ. 110).

Την «ιστορικότητα» της ποίησης ως μέσου ηθικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης του λαού αναγνωρίζουμε και στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όχι μόνο στην ηρωική φωνή της ποίησής του, αλλά στις ευκρινώς διατυπωμένες απόψεις περί ποιήσεως και του ρόλου του ποιητή, με τη μορφή μιας ασυστηματοποίητης θεωρίας της ποίησης: «…ο αληθής ποιητής της νέας Ελλάδος άλλο τι πρέπει να επιδιώκη παρά χειροκροτήματα και επαίνους. Η νέα ελληνική ποίησις είναι κατ’ εμέ άρτος επιούσιος, ου μην αλλά και πολιτικόν πρόγραμμα διά την Ελλάδα» (Ιωάννης Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, σ. 290-291). Και αλλού, προσδιορίζοντας τον εθνικό χαρακτήρα της ποίησής του, συναρτημένο με τους εθνικούς αγώνες και τη διαχρονική, αδιάσπαστη συνέχειά τους: «Εγώ δεν δύναμαι να ψάλλω παρ’ όταν το έθνος μου βρυχάται, δεν οιστρηλατούμαι παρ’ όταν η Ελλάς οιστρηλατούται…» (Ό.π. σ. 295). Και: «Παν εθνικόν πολιτικόν πρόγραμμα πρέπει να συζεύγνυται παρ’ ημίν μετά μιας μεγάλης ποιητικής παραστάσεως ενδεικνυούσης το αδιαίρετον, το ενιαίον των προσπαθειών, των αγώνων του έθνους προς επίτευξιν ενός πάντοτε και του αυτού σκοπού» (Ό.π., σ. 294).

Τέσσερα χρόνια μετά την Ένωση των Επτανήσων, στις 22 Αυγούστου 1868, θα γράψει στον Ανδρέα Στράτο για την παθητικότητα που επιδεικνύει ο λαός ως προς τη διεκδίκηση των εθνικών του δικαίων: «…με απελπίζει η αδράνεια, η απάθεια ενός λαού μη δυναμένου να καταμετρήση το βάθος του χάσματος, όπερ σκάπτεται προ των ποδών του, και μη έχοντος την δύναμιν να επιμείνη υποβαλλόμενος εις θυσίας και εις στερήσεις χάριν μιας μεγάλης εθνικής ιδέας… Τοιαύτην ηθικήν κατάπτωσιν δεν επίστευα να την ίδω…, και όμως αύτη υπάρχει, το δε νόσημα είναι σπουδαίον, έχει ρίζας βαθείας και μόνον διά μιας σκληράς εγχειρήσεως δύναται να θεραπευθή» (Ό.π., σ. 294).

Επιστρέφουμε στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Αναγνωρίζοντας ως πρώτιστο καθήκον της ποιήσεως την ηθική αγωγή και την πνευματική διαμόρφωση του λαού, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, με μια ολιστική θεώρηση της «πατρίου Ιστορίας», απευθύνεται στον ίδιο τον ποιητή-αναμορφωτή του λαού και του έθνους του: «Άλις ουν (αρκετά λοιπόν), της κομπαστικής φιλοπατρίας σου, ποιητά! Ξηρός ο έπαινος της ανδρείας δεν παράγει ή τον θαυμασμόν. Ο δε θαυμασμός, ως ενεργών επί του πνεύματος μάλλον ή επί της καρδίας, υφίσταται μέρος επουσιώδες και δευτερεύον της Ποιήσεως. Ή ενόμισας τον υπέρ ελευθερίας αγώνα αρχόμενον και λήγοντα εις τας ημέρας μας; Ουχ ήττον ηπατήθης. Ο αγών ούτος ούτε ήρξατο, ούτ’ έληξεν εις τας ημέρας σου. Θέλει περί τούτου εγκαίρως σε καταπείσει η μελέτη της πατρίου ιστορίας… Άφες ουν, ω Ποιητά, την σην και την της ζώσης γενεάς κενόσπουδον επαιώρησιν. Χαμαί δε προσπεσών, εν υιικώ φιλήματι κατασπάσθητι το στερεόν έδαφος της πατρίου Ιστορίας! Κτήσον, παρά βιβλία πολλά, γνώσεις πολλάς και πρακτικάς εκ του παρόντος» (Ό.π., σ. 111-113).

Εισηγητής του Ιστορισμού στη νεοελληνική ιστορία ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, προσεγγίζει την ελληνική ιστορία ως ένα συνεχές και αδιάκοπο ρεύμα, που μπορεί μεν να μεταβάλλει μορφή στο πέρασμα του χρόνου, αλλά διατηρεί σταθερά αναλλοίωτη την ουσία του και τη δυνατότητα πραγμάτωσης των εκάστοτε υψηλών στόχων του. Ιστορικοί νόμοι διέπουν τα φαινόμενα, που αν το χέρι του Θεού δεν παρεμβαίνει για να αλλάξει προς στιγμήν τη ροή τους, θα ακολουθούν τους προκαθορισμένους ιστορικούς νόμους. Εδώ ο Ζαμπέλιος εισάγει την έννοια της ιστοριονομίας, αντικαθιστώντας μ’ αυτή την έννοια της φιλοσοφίας της ιστορίας και προσδιορίζοντας εννοιολογικά επακριβώς τη μέθοδό του. Να πώς ορίζει ο ίδιος την Ιστοριονομία του: «…η αληθής επιστήμη της ιστο­ρίας την οποίαν, αντί φιλοσοφίας της ιστορίας, ημείς, επί το ελληνικότερον, ΙΣΤΟΡΙΟΝΟΜΙΑΝ επονομάζομεν, συνίσταται εις το να διερευνώμεν, εν παντί χώρω καί χρόνω, τας απορρήτους αιτίας, αίτινες εγέννησαν τας μεταβολάς, και τας σπουδαίας περιπτώσεις, όσαι συνέτρεξαν εις την γένεσιν των συμβεβηκότων. Η οπισθόρμητος και πειραματική αύτη μέθοδος, παρεκτός της πραγματικής ωφελείας ην, ελπίζομεν, θέλει παρέξει, συνάδει προσέτι με το πνεύμα και τας έξεις της εθνικής ημών σοφίας» (Σ. Ζαμπέλιος, Άσματα δημοτικά,σ. 19).

Σχολιάζοντας τις απόψεις του Ζαμπελίου, ο Νίκος Σβορώνος, ο οποίος –σε μια περίοδο θεωρητικών ανακατατάξεων της ακαδημαϊκής ιστορίας–, δεν επέτρεψε στη σκέψη του να αιχμαλωτιστεί σε προκατασκευασμένα σχήματα και a priori θεωρίες, αναγνωρίζει τη σημασία της θεωρίας του μέχρι τις μέρες μας: «Δεν είναι διαφορετική η σημερινή μας μέθοδος. Κύρια, και αυτό είναι το μεγάλο μάθημα που κατά τη γνώμη μου μας δίνει ο Ζαμπέλιος, δεν είναι διαφορετική η απάντηση των σημερινών πραγματικών ιστορικών για την εφαρ­μογή της γενικής αρχής της οπισθόρμητης και πειραματικής αυτής μεθόδου, που δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνεχή παλινδρόμηση ανάμεσα στη θεωρία και στην πραγματολογική έρευνα. (Ν. Σβορώνος, Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7857/7552, πρόσβαση 12-6-2024).

Η φιλοσοφική παρουσία του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου φαίνεται να ασκεί σημαντική επίδραση στην ποιητική του συντοπίτη του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, αλλά και στις πολιτικές του θέσεις ως μαχόμενου πολιτικού πάνω στα εθνικά-απελευθερωτικά αιτήματα της εποχής του. Φιλοσοφία και ιστορία είναι για την ελληνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα δύο συνδιαλεγόμενες «δυνάμεις», προκειμένου να τεκμηριωθεί η ιδέα της ιστορικής και πολιτιστικής ενότητας των Ελλήνων, με προεξάρχουσες συνιστώσες την κοινή γλώσσα, την κοινή καταγωγή και την κοινή θρησκεία – στοιχεία μιας κοινής κουλτούρας αναγνωρίσιμης στη συγκρότηση της εθνικής ιδιαιτερότητας: «Η κοινή και καθομιλουμένη γλώσσα, ο άγραφος μεν, αλλ’ απαραβίαστος νόμος τής επί τεσσαράκοντα περίπου αιώνας πολιτευθείσης ελληνικής φυλής είναι πραγματικώς το μόνον λείψανον της ναυαγησάσης αρχαιότητας, ημίν υπό των μέσων χρόνων μεταδοθέν, το μόνον έμβιον μνημόσυνον εν ω συγκεφαλαιούται σχεδόν ο σύνολος βίος του γένους» (Σ. Ζαμπέλιος, ό.π., σ. 197).

{jb_quote} Για τον ποιητή Βαλαωρίτη δεν υπάρχει καμιά διαχωριστική λογική γραμμή ανάμεσα στην έννοια «έθνος» και στην έννοια «λαός». {/jb_quote}

Περισσότερο συγκεκριμένα και αναφορικά με τη δική του αποδοκιμασία από τον συντηρητισμό των λογίων της εποχής του (Βερναρδάκης), που υπεραμύνονται της αρχαίας γλώσσας, ο Βαλαωρίτης γράφει στον Εμμανουήλ Ροΐδη στις 5 Ιανουαρίου 1878, υπερασπιζόμενος τη λαϊκή γλώσσα: «Ωργίσθησαν κατ’ εμού διότι την δημώδη γλώσσαν εθεώρησα γνήσιον προϊόν του νεωτέρου Ελληνισμού, στοιχείον απαραίτητον εθνικής αναπλάσεως, παραφυάδα υπερήφανον βλαστήσασαν μεν εκ του αψύχου κορμού του αποθανόντος παλαιού Ελληνικού κόσμου, αλλ’ έχουσαν κάλλος πρωτότυπον, ζωήν ιδίαν, ψυχήν ακατάβλητον, μέλλον λαμπρόν και μέγα. Τι τους έβλαπτεν η παραφυάς αύτη η επί μακρούς αιώνας ποτισθείσα διά ποταμού αιμάτων και δακρύων, τι τους έβλαπτε και συνώμοσαν να την πνίξωσιν ή να την μαράνωσι βρέχοντες αυτήν αδιακόπως όξος και χολήν;» (Α. Βαλαωρίτης, σ. 206-207).

Για τον ποιητή Βαλαωρίτη δεν υπάρχει καμιά διαχωριστική λογική γραμμή ανάμεσα στην έννοια «έθνος» και στην έννοια «λαός», επισημαίνει ο Νίκος Σβορώνος (Ανάλεκτα, Θεμέλιο, σ. 412). Με αυτή την επισήμανση, ο Σβορώνος αναγνωρίζει στην «ιστορικότητα» του ποιητή και κοινωνιστικά στοιχεία, τα οποία υποστηρίζονται ευκρινέστερα στην επική ποιητική του σύνθεση Φωτεινός. Μια διαφορετική προσέγγιση του Φωτεινού με την υπόθεση της συσχετικής ανάγνωσης Ζαμπελίου και Βαλαωρίτη μάς οδηγεί στην ανίχνευση κοινών μεταξύ τους ιδεολογικών θεωρήσεων της ιστορίας του ελληνισμού: Η ιστορική αφετηρία, η ιδέα της συνέχειας και της συγχώνευσης των εποχών, που τροφοδότησε ιδεολογικά τη Μεγάλη Ιδέα. Η τεκμηρίωση αυτής της ιδέας μέσω της θρησκείας, της γλώσσας, των καταγωγικών ριζών, η πίστη στις ηθικές ποιότητες των εθνών – του Ελληνικού Έθνους, ιδέα στην οποία απηχείται η ρομαντική σύλληψη του Herder για το «λαϊκό πνεύμα», από το οποίο αρχίζει η στροφή προς τη μελέτη των λαϊκών πολιτισμών και μέσω αυτής η σφυρηλάτηση των εθνικών ταυτοτήτων των λαών που αγωνίζονταν για την απελευθέρωσή τους.

Έτσι, τόσο η φιλοσοφία όσο και η ποίηση κινούνται μέσα στο πλαίσιο της ιστορικής συνθήκης του 19ου αιώνα και συμβάλλουν αποφασιστικά στα νέα αιτήματα που η ιστορία προβάλλει, και των οποίων η διεκδίκηση θα απαιτήσει τη μορφοποίηση της ηρωικής συνείδησης ενός λαού που τα μέλη του αλληλοαναγνωρίζονται από την κοινή τους ταυτότητα. Το τελευταίο μάς οδηγεί στον προβληματισμό της δικής μας εποχής, με την πρόκληση της «ανταγωνιστικής» συνύπαρξης ανάλογων εθνικιστικών-πατριωτικών ιδεών με μια κοσμοπολιτική οπτική, καταστάσεις που κυοφορούν τις δικές τους –πνευματικές/φιλοσοφικές και ιστορικές– συγκρούσεις, αλλά και γόνιμες προκλήσεις.

Keywords
Τυχαία Θέματα