«Από τα μπουζούκια στο Πανεπιστήμιο (και πάλι πίσω)» του Παναγιώτη Κολέλη

Δεν μπορούσε να πιστέψει πως σκεφτόταν να απαντήσει θετικά στην πρόταση που της είχε γίνει. Πριν από μερικά χρόνια θα της ήταν πιο εύκολο να δεχτεί, όλα άλλωστε μοιάζουν ευκολότερα όταν είσαι νέος, όμως τώρα ήταν λογικό και φρόνιμο να δουλέψει στα μπουζούκια; Μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της πίσω από έναν πάγκο να τακτοποιεί σε κρεμάστρες τα αντρικά και γυναικεία πανωφόρια, τα παλτά και τις γούνες που οι ιδιοκτήτες τους έβγαζαν πριν ακόμα δρασκελίσουν την είσοδο, για να φανούν τα μοδάτα σακάκια και τα απαστράπτοντα φορέματά τους;

Σκεφτόταν να

μοιραστεί τις σκέψεις της με την οικογένεια και τις φίλες της, αλλά δίσταζε. Ή, ίσως πάλι, να μην ήθελε να επηρεαστεί από τη γνώμη τους, από τη στιγμή κιόλας που είχε πάρει την απόφασή της. Θα δεχόταν. Η δουλειά ήταν εύκολη και τα λεφτά καλά. Και είχε άμεσα ανάγκη από χρήματα, για να μπορέσει να τελειώσει το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο.

Έβαλε, ωστόσο, έναν όρο στον υπεύθυνο του μαγαζιού: «Αν μπει κάποιος γνωστός μου, θα τον εξυπηρετήσει άλλος. Εγώ θα κρυφτώ για να μη με δει», του είπε.

Εκείνος συμφώνησε, λέγοντάς της περιπαικτικά πως πρώτη φορά έπαιρνε στη δούλεψή του άνθρωπο τόσο μορφωμένο, ειδικά για μια τέτοια θέση.

«Δεν θα σε φωνάζω με το όνομά σου. Θα σε λέω πανεπιστήμονα. Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησε.

«Φώναζέ με όπως θέλεις, αρκεί να μου δίνεις τον μισθό μου κάθε μήνα», του απάντησε εκείνη.

«Μην ανησυχείς. Εκτός από τον μισθό σου, θα έχεις και πολλά φιλοδωρήματα. Θα γλυκαθείς και δεν θα θέλεις να φύγεις μετά».

Το να συνηθίσει στη δουλειά αυτή, ή ακόμα περισσότερο το να της αρέσει, ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της. Είχε φίλους που είχαν πάει να δουλέψουν σεζόν στα νησιά, σαν προσωρινή λύση μέχρι να τελειώσουν στις σπουδές τους, αλλά συνέχισαν να δουλεύουν σεζόν για χρόνια παρότι είχαν πάρει το πτυχίο τους. Τι ήταν αυτό που τους κρατούσε στα νησιά; Η συνήθεια, τα χρήματα ή η ποιότητα ζωής και η επαφή με τους ανθρώπους εκεί;

«Αν με στήριζε περισσότερο το κράτος στο διδακτορικό μου, δεν θα αναγκαζόμουν να εργαστώ στα μπουζούκια», αναλογιζόταν, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόταν ότι η δουλειά στον τουριστικό κλάδο μόνο εύκολη δεν ήταν: πολλές ώρες, απλήρωτες υπερωρίες, ανύπαρκτα ρεπό.

Το πρώτο βράδυ μπήκε στο μαγαζί μουδιασμένη, κοιτώντας γύρω της μήπως υπήρχε κάποιος που γνώριζε. Έβγαλε το μπουφάν της, πήρε τη θέση της πίσω από τον πάγκο και περίμενε τους πρώτους πελάτες να έρθουν. Στην τσάντα της είχε ένα ογκώδες βιβλίο για το marketing και τη συμπεριφορά των καταναλωτών, όμως προτίμησε να μην το βγάλει, όχι τουλάχιστον εκείνη την πρώτη μέρα – ήταν σίγουρη πως θα το έκανε τις επόμενες.

Η δουλειά της ήταν μηχανιστική. Έπαιρνε το πανωφόρι, το κρεμούσε σε μία από τις κρεμάστρες πίσω της και έδινε ένα ταμπελάκι με έναν αριθμό στον άνθρωπο που περίμενε. Δεν χρειαζόταν να σκέφτεται καθόλου, να καταναλώνει φαιά ουσία, κι αυτό την ανακούφιζε. Μάλιστα, η δουλειά αυτή όχι μόνο δεν λειτουργούσε ανασταλτικά ως προς τις υποχρεώσεις της απέναντι στο Πανεπιστήμιο, αλλά αντίθετα βελτίωσε και την αποδοτικότητά της, αφού χρησιμοποιούσε τον κενό χρόνο, από την είσοδο των πελατών μέχρι την αποχώρησή τους, για να διαβάζει και να κρατάει σημειώσεις για την εργασία της.

Καθώς οι μήνες περνούσαν, εκεί που είχε πλέον σιγουρευτεί ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, μια καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο δρασκέλισε την είσοδο του μαγαζιού και μπήκε μέσα παρέα με τις φίλες της. Παρότι μιλούσε δυνατά, η νεαρή υποψήφια διδάκτορας ήταν απορροφημένη στο βιβλίο της και δεν την πήρε χαμπάρι εγκαίρως για να κρυφτεί, με αποτέλεσμα να πέσουν πρόσωπο με πρόσωπο.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» τη ρώτησε έκπληκτη η καθηγήτρια.

Η φοιτήτρια, παρότι ξαφνιασμένη από αυτή την αναπάντεχη συνάντηση, κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να βγει γρήγορα πίσω από τον πάγκο, κάνοντας παράπονα στον υπεύθυνο του μαγαζιού για την κοπέλα στην γκαρνταρόμπα που έλειπε τόση ώρα από το πόστο της, αναγκάζοντάς τη να τοποθετήσει μόνη της το παλτό της στην κρεμάστρα.

«Τουλάχιστον, μπορείτε να μου υποδείξετε ποιο είναι το τραπέζι μου;» τον ρώτησε αυστηρά και με αυτοπεποίθηση που εξέπληξε ακόμα και την ίδια.

Δεν χρειαζόταν να προσθέσει κάτι άλλο. Η καθηγήτρια είχε πειστεί πως ήταν εκεί για να διασκεδάσει.

«Για μια στιγμή νόμιζα πως δουλεύεις εδώ», της είπε ψιθυριστά στο αυτί. «Αλλά πώς θα μπορούσε μια μελλοντική καθηγήτρια Πανεπιστημίου να δουλεύει στα μπουζούκια;» αναρωτήθηκε δυνατά, σκουντώντας τη στην πλάτη και πιάνοντάς την ύστερα από το χέρι για να προχωρήσουν μαζί μέσα στη μεγάλη μισοσκότεινη σάλα.

Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί μια καθηγήτρια Πανεπιστήμιου να διασκεδάζει στα μπουζούκια, σκέφτηκε η υποψήφια διδάκτορας, αλλά δεν το ξεστόμισε. Αντίθετα, κάθισε σε ένα τραπέζι, που βρισκόταν πιο μπροστά από εκείνο της καθηγήτριας, μέχρι να προφασιστεί μια ξαφνική αδιαθεσία λίγο αργότερα και να αποχωρήσει.

Το επόμενο βράδυ, τηλεφώνησε στον υπεύθυνο του μαγαζιού και ζήτησε να σταματήσει, για να αποφύγει να ξαναβρεθεί σε αυτή την άβολη θέση στο μέλλον. Λίγους μήνες μετά, τελείωσε το διδακτορικό της και άρχισε να αναζητά δουλειά πάνω στο αντικείμενό της. Τα χρήματα, όμως, που έπαιρνε στα μπουζούκια δεν τα έβρισκε πουθενά. Έτσι, αφού πέρασε κάποιο διάστημα ψάχνοντας, κάλεσε εκ νέου τον μαγαζάτορα και ζήτησε να επιστρέψει.

«Αυτή τη φορά, όμως, δεν θα κρύβεσαι. Θα είσαι περήφανη για τη δουλειά σου», της είπε εκείνος.

«Εννοείται πως θα είμαι περήφανη. Να ντρέπονται αυτοί που δεν με αφήνουν να δουλέψω πάνω σε αυτό που αγαπάω και που σπούδασα», του απάντησε.

Το ίδιο βράδυ, πήρε τη θέση της πίσω από τον πάγκο με ένα χαμόγελο που εξέπεμπε μεγαλύτερη σιγουριά από την πρώτη φορά, αλλά και αποδοχή γι’ αυτό που έκανε. Με το που η αίθουσα γέμισε, έβγαλε από την τσάντα της ένα βιβλίο, ανοίγοντάς το σε μια σελίδα που είχε τσακισμένη. Θα συνέχιζε με μεταδιδακτορικές σπουδές, το είχε πάρει απόφαση, χωρίς όμως την ψευδαίσθηση πως μόλις τελείωνε όλος ο κόσμος θα ήταν στρωμένος στα πόδια της. Μπορεί και πάλι να μην έβρισκε τη δουλειά που επιθυμούσε, τον μισθό που άξιζε, το περιβάλλον που ονειρευόταν. Αλλά δεν θα κατηγορούσε τον εαυτό της. Δεν έφταιγε εκείνη. Ή μπορεί και να έφταιγε. Σε όλους δεν αναλογεί στην τελική κάποιο μερίδιο ευθύνης για πράξεις που κάνουν – ή που δεν κάνουν;

O Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση· ωστόσο, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σταθερά σχετικά με το βιβλίο, το θέατρο και την πολιτική. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Κομμένες γλώσσες, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΨΜ (2022) και έχει αποσπάσει ιδιαίτερα θετικά σχόλια από κοινό και κριτικούς.

Keywords
Τυχαία Θέματα