«Η αγκαλιά του δεκαλέπτου» του Στράτου Κοσσιώρη

04:16 6/7/2024 - Πηγή: Diastixo

Η ΣΕΡΒΑ ΜΟΝΙΚΑ

Ακόμα θυμάμαι τη Σέρβα Μόνικα
στον δίπατο οίκο της Διδύμου. Κορίτσαρος πραγματικός.
Μελαχρινή, ψηλή με χυμώδεις καμπύλες. Φόραγε συνήθως
ένα ολόσωμο κορμάκι λευκό.
Μες στην καλή διάθεση όποτε με έβλεπε
μου χάριζε απλόχερα το χαμόγελό της.
Πάντα με τον καλό τον λόγο, είχε τον τρόπο της για να με τονώσει.
Λίγες ήταν οι φορές που συνευρέθηκα μαζί της.
Ήταν σύντομο το πέρασμά της από την περιοχή.

Είχα περιπλανηθεί ώρα αρκετή
μέσα στη ζέστη μιας καλοκαιριάτικης μέρας.
Αποφάσισα και άραξα στον φιλόξενο οίκο της Μόνικας.


Περίμενα στο σαλόνι. Το μπουκαλάκι
με το νερό είχε αδειάσει. Διψασμένος καθώς ήμουν
ζήτησα από τη γριούλα ένα ποτήρι νερό.
Ένας συναγωνιστής που περίμενε μαζί μου στο χολ
βλέποντάς με να πίνω λιμάρικα το νερό μού είπε
«Φίλε, σε τέτοια μέρη να προσέχεις».

Τότε όμως δεν σιχαινόμουν. Αφηνόμουν. Σε ό,τι ψίχουλα
μπορούσε ο αγοραίος έρωτας να μου προσφέρει.
Και δεν είναι ότι με ξεδίψασε τόσο εκείνο το νερό
όσο της Μόνικας ο καλός ο λόγος.

ΦΑΔΟΣ

Νιώθοντας τα σκέλια μου να βράζουν
χτυπούσα με γροθιές τη σιδερένια πόρτα
στο ημιυπόγειο μπουρδελάκι, την τρίτη στη σειρά.
Έχοντας την ελπίδα κάποιος να μου ανοίξει.
Μάταια, η πρωινή βάρδια δεν είχε καλά καλά αρχίσει
και διακρίνοντας απ’ τα σβηστά φωτάκια
οι οίκοι στα πέριξ ήταν κλειστοί.

Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου.
Έτσι, έχοντας διασώσει το μπλε παράβολο πήρα τον Ηλεκτρικό
και κατέβηκα στο Μετρόπολις στην Ομόνοια.
Αγόρασα ένα cd της Ντούλσε Πόντες
με τίτλο «Η καρδιά έχει τρεις πόρτες».

Έκτοτε, όποτε το είχα ανάγκη
ο μελαγχολικός και νοσταλγικός ρυθμός των Φάδος
συντρόφεψε τη μοναξιά μου.

ΣΚΥΛΙΣΙΑ ΖΩΗ

Με βήμα διστακτικό κατέβηκα
ένα ένα τα σκαλιά
του ημιυπόγειου οίκου επί της Φωκαίας.

Ο διάδρομος σκοτεινός,
προχωρώντας λιγάκι πρόβαλε προς τα δεξιά μου η πρώτη είσοδος.
Συνέχισα ευθεία στο βάθος που βρισκόταν η δεύτερη.
Δυο τρεις ακόμα συναγωνιστές ήταν εκεί και περίμεναν.

Η γριά βγήκε και τράβηξε περισσότερο την κουρτίνα.

Φάνηκε τότε μια νεαρή κοπέλα που καθόταν σε μια κόκκινη πολυθρόνα.
Λεπτοκαμωμένη με κοντό καρέ πλατινέ μαλλί. Φυσιογνωμία γνώριμη.
Ίσως να είχε χρόνια στο κουρμπέτι.
Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μικρό κουτάβι καφετί.
Το κοίταζε επίμονα μες στα μάτια. Το χάιδευε τρυφερά.
Ήταν σαν να έψαχνε στην αθωότητα του κουταβιού
μια παρηγοριά. Έναν λόγο
τη σκυλίσια της ζωή για να ξεχάσει.

Δεν είχε μάτια για μας, ούτε ενδιαφέρον.
Στεκόμουν και την παρατηρούσα αμήχανος.

Και γιατί να ξόδευε έστω ένα χάδι
τη χυδαία καύλα μας να κατευνάσει;

Ούτε ένα βλέμμα δεν μας έριξε.

ΝΕΟΛΑΙΟΙ

Η κοπέλα μαζί με τη γριά
περίμεναν την επόμενη κίνησή μου.
Με κοίταζαν με μισό μάτι.

Ευτυχώς για μένα,
με φωνές και χαχανητά
ένα τσούρμο πύρκαυλοι νεολαίοι μπουκάρισαν
και μ’ έβγαλαν από τη δύσκολη θέση.

Βρήκα την ευκαιρία
έκανα γρήγορα μεταβολή και πήρα δρόμο.

Στη νέα γενιά
σ’ αυτήν ελπίζω.

Την κρίσιμη στιγμή
να μας ξελασπώσει.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΦΩΚΑΙΑΣ

Καθώς διάβαινα την οδό Φωκαίας
είδα μια γυναικεία σιλουέτα απ’ την αντίθετη κατεύθυνση
να πλησιάζει προς το μέρος μου.
Ήταν μια παλιά ιερόδουλη.
Πολύ γλυκιά και όμορφη, στο άνθος τότε της ηλικίας.
Θυμάμαι είχε μια ελιά κοντά στα χείλη
που την έβρισκα πολύ γοητευτική.

Λυπόμουν που αναγκαζόταν να εκδίδεται.
Κάθε φορά ήλπιζα να μην την ξαναδώ.
Να έχει φύγει από την περιοχή.

– Κάτι που έγινε έστω κι αργά. –

Τη βλέπω τώρα να πλησιάζει πιο κοντά.
Έχει πάρει λίγα παραπανίσια κιλά. Το πρόσωπο ωρίμασε.
Το διέκρινα κουρασμένο. Λιγάκι χλομό.

Πώς να ’ταν η ζωή της άραγε; Αναρωτήθηκα.

Τη δικιά μου τη ζωή την ένιωθα εκτροχιασμένη
σε μια στροφή χαμένη.

Μα κι αν ένιωθε κι εκείνη έτσι,
ωστόσο ήταν για μένα μια παρηγοριά
που έστω για λίγο τα βλέμματά μας συναντήθηκαν.

ΤΟ ΜΟΥΤΡΟ

«Εσύ έχεις ξανάρθει εδώ»
μου είπε με αυστηρό ύφος η γριά.
Θα της φάνηκα γνωστό μούτρο.

Το κατάλαβα από τον τρόπο που με κοίταζε
όταν μετά το σαλονάρισμα των κοριτσιών
σηκώθηκα κι έκανα να φύγω.

Στα μπουρδέλα
δεν είναι λίγες οι φορές
που λόγια ψυχρά και συμπεριφορές απόμακρες
με έχουν κάνει να νιώσω ένα τίποτα
ένα σκουπίδι.

Αλλά όσο παράταιρος και ξένος αν αισθάνθηκα
το ξέρω πια καλά
με τον καιρό αφομοιώθηκα.

Εδώ στους δρόμους της συναλλαγής,
τα πρόσωπα φαντάζουν όλο πιο οικεία
όλο και πιο γνώριμα.

ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Το έχω ξαναδεί το ποντίκι
να σουλατσάρει μες στη νύχτα
εκεί που ζέχνει η κατουρλίλα
κι η μυρωδιά της καπότας.

Μη βιαστείς, διαβάτη, να το κρίνεις
πως συμβολίζει τάχα το πορνικό πάθος.

Μοιράζεται κι αυτό την ίδια απόγνωση
τρομαγμένο ψάχνει μια ασφαλή κρυψώνα
στον πιο κοντινό υπόνομο.

Αν είναι τυχερό κάπου θα βρει να κουλουριαστεί
να βγάλει κι αυτό το κρύο βράδυ.
Γι’ αυτό μη βιαστείς, διαβάτη, να το κρίνεις.

Ο Στράτος Κοσσιώρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε Νοσηλευτική. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Ύστατος καπνός (Εκδόσεις Οροπέδιο, 2010), Τα κάρβουνα (Εκδόσεις poema, 2014), Ακόμα λίγα κάρβουνα (έκδοση εκτός εμπορίου, 2021), Η μόνη αθανασία (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2021), Η αιώνια μπουρδελότσαρκα (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2022). Επίσης, εξέδωσε το οκτασέλιδο Ζωντανό νερό (Ναρκοπέδιο – έκδοση εκτός εμπορίου, 2022). Επιμελείται τη σειρά οκτασέλιδων εκδόσεων Ναρκοπέδιο. Εξέδωσε, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Εκάτη, την ανθολογία του Αλέξη Μάινα Σαν τη μουσική που αναζητάει στο άπειρο… – Ποίηση & Φλάουτο (Εκδόσεις Εκάτη & Ναρκοπέδιο, 2022). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ανθολογίες, π.χ. στην ανθολογία 30 έως 30 – Τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών [Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, 2011].

Keywords
Τυχαία Θέματα