Νίκος Κατσαλίδας

04:16 6/7/2024 - Πηγή: Diastixo

Ποια ποτάμια, ποια παλάμη, ποιες καταβολές και αισθητικές οντότητες; Δεν είμαι χειρομάντης και μοιρολάτρης, αν και στο οικογενειακό γονίδιο υπάρχουνε κάτι περίεργες συμπτώσεις. Εγώ κι ο γιος μου έχουμε την ίδια ημερομηνία γέννησης με τη γιαγιά μου. Ο εγγονός με τον πατέρα μου.

Η τσιγγάνα, ανηφορίζοντας στη ρούγα μας, φώναζε τη γιαγιά να φτιάξει καφέ για να ρίξει τη μοίρα μας και σταυροπόδι στο κατώφλι κοιτούσε το κατακάθι στο φλιτζάνι αλλήθωρη με ένα μάτι σαν του Πολύφημου και σήκωνε το κεφάλι της κι η

γιαγιά χαμογελούσε.

«Εγώ πιστεύω στο Θεό και όχι στη μοίρα», έλεγε η γιαγιά. «Πόσα χρόνια μού λες στον καφέ ότι θα γυρίσει ο άντρας μου από την Αμερική;»

«Μην το ξαναλές», έλεγε η τσιγγάνα, «θεϊκή είναι κι η μοίρα». Και ψιθύριζε κρυφά στ’ αυτί της γιαγιάς: «Να δεις που θ’ ανοίξουν τούτοι οι χαραμοφάηδες με την Αμερική και θα γυρίσει».

«Από το στόμα σου, στου Θεού τ’ αυτί», έλεγε η γιαγιά. Ύστερα η τσιγγάνα ήθελε να ρίξει και τη μοίρα μου κι η γιαγιά έλεγε: «Θα σε δείρω, δεν είναι για καφέδες το παιδάκι».

«Ας απλώσει την παλάμη του», έλεγε η τσιγγάνα. «Τι μαλακό χεράκι! Δε μοιάζουν οι γραμμές ποτάμια; Βλέπεις τις φλέβες γαλάζιες, αλλά μέσα ρέει κόκκινο αίμα. Πού να τα δεις εσύ αυτά; Έχεις άλλα χαρίσματα. Εγώ τα βλέπω. Σκύψε ν’ ακούσεις πώς αναδεύουν τα ποτάμια της παλάμης. Μην κοιτάς που είναι μικρούτσικο. Κυλούν καλά τα ποτάμια της παλάμης του. Να δούμε το κορμί του; Έχει πολλές ελιές και σημαδάκια». Κι ενώ γαργαλιόμουν και κοιτούσα τον ουρανό, «βλέπεις», είπε η τσιγγάνα, «κοιτάζει τ’ άστρα». Και έφτυσε στον κόρφο της μη με ματιάσει. «Τα έχει πίσω τα καλά», έλεγε στο κατώφλι του ονείρου μου.

Ασφαλώς από τη μυθολογία της χειρομαντείας ώσπου να φτιάξω τον μύθο μου, αυτές ήταν σποραδικές παιδικές εικόνες που εφοδίασαν κι ερέθισαν τον οίστρο μου και τους οιωνισμούς μου. Γιατί άλλη γλώσσα κι αφοσίωση ήθελε το προμάντεμα της τσιγγάνας για να φτιαχτεί ο ποιητικός κόσμος με άστρα. Όπως δεν είμαι μοιρολάτρης, έτσι δεν είμαι και μυθομανής. Αυτό όμως το περίεργο ερέθισμα στο μυθολογικό στοιχείο της παλάμης ήταν το επίπονο αλλά κι απολαυστικό άνοιγμα της αναζήτησης της λέξης στο γλωσσικό κυνήγι του παιχνιδιού της ποίησης. Μάλιστα, έφτασα με το έλασμά μου νύχτα ονειρικά στο μαντείο της Δωδώνης, ένα σκαπέτισμα βουνού από τη γενέτειρά μου, πάλι στις αποκαλύψεις του μοτίβου της μοίρας που κουβαλούσα από το κατώφλι, τώρα σε άλλους ανοιχτούς καιρούς να μου λύσουν τον χρησμό μου οι μάντεις, αλλά αυτοί οι άπλυτοι, ανιπτόποδες του Ομήρου ξαπλωμένοι κάτω από τη βαλανιδιά, τρεις χιλιάδες χρόνια, δε με χαμπάρισαν, με σύγχυσαν με τον Οδυσσέα και μου έγνεψαν να ξαναγυρίσω στην Ιθάκη μου.

Και όλα αυτά τα αόρατα και αυθόρμητα γεγονότα πάλευαν μέσα μου με καλούς και κακούς οιωνούς και οίστρους, που τους κρατούσα χαλινάρι να μη με ρίξουν, και διεύθυνα διερευνώντας ατραπούς, με συνόδευαν κάθε Ιούλη, της γέννησής μου μήνας, σχεδόν δέκα χρόνια να ψάχνω κουστούμια για την ολοκλήρωση της φόρμας, πότε με εικόνες οπτασιακές, θαμπές αλλά και διαύγειας, που με ωθούσαν να μην υποχωρήσω, ξέροντας ότι δεν ήταν εύκολη πορεία. Κι αυτό σε συγκεκριμένους χωροχρόνους Ιούληδες στη γενέτειρά μου, τη Λεσινίτσα, και τα κουβαλούσα στις αθέατες αποσκευές στην Αθήνα. Εκεί να πλάθω στα σκότη του Διόνυσου κι εδώ να ψειρίζω στο φως του Απόλλωνα. Τότε ασφαλώς συνειδητοποιημένος ότι αυτοί οι θερμοί αλλά και δροσεροί Ιούληδες κυοφορούσαν κι άλλο, άγνωστο κόσμο έφτιαχναν με τα ποτάμια που δραπέτευαν από την ιδρωμένη παλάμη μου, ένιωσα ότι ερευνούσαν και πασπάτευαν στα χαλεπά κι άλλες παλάμες. Η μοίρα, έλεγα μέσα μου, ανιχνεύοντας το μπρούτο υλικό στο γνέσε-κόψε του νήματος στην ελληνική μυθολογία, είναι κάτι σαν μαγικός ρεαλισμός και υπερρεαλισμός, κι αυτό με ώθησε να το λάβω δεδομένο και παραδεχτό και να πλέξω για συμβίωση το μυθικό της υπερβολής, το ρεαλιστικό της αλήθειας και περισσότερο με τις υπερρεαλιστικές και εμπρεσιονιστικές εικόνες, καταλήγοντας στα ποτάμια της παλάμης.

{jb_quote} Αυτά τα ποτάμια, πότε οργανωμένα, πότε σε ελεύθερη ροή στην κοίτη τους και, για να μην τα πιέζω, πολλές φορές τ’ άφηνα δίχως σημεία στίξης πιστεύοντας ότι τα ένωνε ένας γλωσσικός ελληνικός μαγνήτης αναμεταξύ τους. {/jb_quote}

Ασφαλώς η τσιγγάνα δεν ήταν Άτροπος να καθόριζε την ποιητική πορεία. Αυτή διαπίστωσε καλούς οιωνούς επειδή κοιτούσα τα άστρα, δίχως να προμαντεύσει ότι εκείνη η μικρή παλάμη για μένα ήταν το φροϊδικό προμήνυμα, ο σπόρος της σεμνής ποιητικής απασχόλησής μου. Από τον Αριστοτέλη στον Χάιντεγκερ, συμπεραίνεται ότι άλλος είναι ο καθημερινός λόγος της γιαγιάς και της τσιγγάνας και άλλος της ποίησης. Ωσότου οι λέξεις στα Ποτάμια της παλάμης να είναι διακριτικά μακριά σε απόσταση με εκείνες του κοινού λόγου της γιαγιάς και της γύφτισσας. Στη συνέχεια, ερευνώντας αν ταίριαζε η μεγάλη παλάμη του τόπου με τη μικρή μου, είδα να ταίριαζε ως μικρογραφία με την παλάμη του κόσμου. Τότε, μπροστά μου, άνοιξε η μεγάλη παλάμη και έγινα εγώ τσιγγάνα κι έβαλα μονύελο και τι δεν είδα στις φλέβες και στα νταμάρια της: αίματα, θολούρες, παραπόταμους και φτιαχνόταν το έμβρυο μέσα μου όχι σαν απεικόνιση, αλλά άλλη διάσταση, ύφος, ποιητικά στοιχεία (σα μικρή τσιγγάνα τώρα εγώ, ρίχνοντας τη μοίρα μιας άλλης μεγάλης παλάμης), φτιάχνοντας μια ποιητική παλάμη.

Ο τόπος μου είναι ο κόσμος μου κι ο κόσμος μου είναι όλος ο κόσμος. Ασφαλώς που πάνω στα θέατρα της μεγάλης παλάμης παίχτηκαν τραγωδίες. Αυτές είναι για τους τραγικούς. Οι λυρικοί δεν παύουν να ζουν στον ευαίσθητο κόσμο της τραγωδίας, αλλά δίχως να αφήσουν το πόστο τους, θωπεύοντας τις μεταφορές να ρέουν, να ανατριχιάζουν, να κελαρύζουν, να συνδέουν και να παίζουν με σύμφωνα και φωνήεντα, επιλέγοντας λέξεις, λέξεις, λέξεις να πάρουν καινούργιες αξίες. Αυτή την παλάμη ως πρώτη ύλη κουβαλούσα από το κατώφλι της γενέτειράς μου. Όμως δεν ήταν μόνο ο χωνεμένος τόπος μέσα μου που ασφαλώς με βασάνιζε, αλλά κι η δομή που αναλάμβανα, πώς να το πω, με τι ύφος, αυτό το κυρίως μοτίβο μου.

Και δεν ξέρω αν έγινε αυτό που ήθελα, και να είμαι ο ίδιος στους αληθινούς δρόμους και να μην είμαι ο ίδιος στους ποιητικούς μου, και να είναι ο κόσμος της μεγάλη παλάμης και να μη μοιάζει στα μικρά ποιητικά μου ποτάμια. Το πρώτο σφίξιμο της παλάμης μου έγινε με των συμπατριωτών και μετά με τη φύση. Άπλωνα την παλάμη πάνω στα φύλλα της κληματαριάς και της συκιάς στην αυλή, και όχι μόνο ταίριαζαν αλλά κι έπαλλαν με το ρίγος από τα θροΐσματα της φυλλωσιάς, κάτι φυσιολατρικές εικόνες ρίγους, κι αφού στην παλάμη δεν ήταν γραφτό να γίνω ζωγράφος, τώρα χάραζα τοπία, εικόνες με λέξεις και τις τύλιγα με το πέπλο του φυσιολάτρη στους βοριάδες και στους νοτιάδες. Αυτά τα ποτάμια, πότε οργανωμένα, πότε σε ελεύθερη ροή στην κοίτη τους και, για να μην τα πιέζω, πολλές φορές τ’ άφηνα δίχως σημεία στίξης πιστεύοντας ότι τα ένωνε ένας γλωσσικός ελληνικός μαγνήτης αναμεταξύ τους.

Κι έγινε ο μύθος της παλάμης μου συμβολική πυξίδα που έδειχνε πάντα βορρά να δω το σπίτι-ιερό που διανυκτερεύει, τα οπτασιακά κοράλλια της ακρώρειας, τα φουγάρα της αντάρας, τα φιλέρημα φυλλώματα να ξορκίζουν το κακό και να ακούω τις εντολές του εσπερινού από την άγια γραφή της γιαγιά Όλγας μου. «Οι ποιητές πλέκουν μύθους», λέει ο Πλάτωνας. Εγώ έφτιαξα τον δικό μου. Όσο για το θέμα, είμαι σίγουρος ότι είναι δικό μου. Άλλωστε, αυτό μου επέβαλε τη φόρμα πεζόμορφου ποιήματος, επιλέγοντας ως εσωτερική ανάγκη στίχου με πυκνή πρόταση στην ανυπόταχτη συνταχτική θέση της σελίδας οπτασιακά σμιλεμένη κλείνοντάς τα όλα σε κάδρο ζωγραφιάς. Οφείλω επίσης να πω ότι για να τα συνδέσω αυτά, εκτός από την επιλογή της λέξης και τις εικόνες ζωγραφιάς, έβγαλα μπροστά τη μουσικότητα, μιμούμενος τις ροές των νερών και του αίματος, κι εντέλει αυτή η συνειδητοποιημένη τριάδα μ’ έβγαζε αβίαστα στο δέλτα της ποίησης.

Τα ποτάμια της παλάμης
Νίκος Κατσαλίδας
Νίκας
178 σελ.
ISBN 978-960-296-485-9
Τιμή €15,00

Keywords
Τυχαία Θέματα