«Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες» της Catriona Ward
Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα της Κατριόνα Γουόρντ Το τελευταίο σπίτι της οδού Νίντλες (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς), που θα κυκλοφορήσει στις 27 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τεντ
Σκέφτομαι να ηχογραφήσω μερικές αναμνήσεις της Μαμάς. Έτσι δεν θα χαθούν, ακόμα κι αν εγώ εξαφανιστώ. Δεν θέλω να ξεχαστεί. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να διαλέξω. Οι περισσότερες αναμνήσεις μου κρύβουν μυστικά και δεν είναι κατάλληλες.
Έχω μια φανταστική ιδέα. Θα μπορούσα να καταγράψω εκείνη τη μέρα στη λίμνη. Δεν υπάρχουν μυστικά σ’ αυτή την ιστορία. Στην αρχή δεν μπορώ να βρω το κασετόφωνο· είμαι σίγουρος ότι τελευταία φορά το είχα στην κουζίνα. Τελικά, έπειτα από λίγο ψάξιμο, το βρίσκω πίσω από τον καναπέ στο καθιστικό. Παράξενο. Όπως παράξενος είναι και ο τρόπος που σκέφτομαι.
Λοιπόν. Να πώς κατάλαβα για πρώτη φορά την αγάπη μου για τα πουλιά. Ήταν καλοκαίρι και κάναμε μια βόλτα στη λίμνη. Ήμουν έξι, δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την ηλικία, αλλά θυμάμαι πώς ένιωσα.
Εκείνη τη μέρα η Μαμά φορούσε το βαθυγάλαζο φουστάνι, το αγαπημένο της. Το φόρεμα ανέμιζε στον ζεστό αέρα που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα, αλλά μερικές τούφες ξέφευγαν από τον κότσο. Ράπιζαν τον λαιμό της, που ήταν μακρύς και λευκός. Ο Μπαμπάς οδηγούσε και το καπέλο του ήταν μια μαύρη οροσειρά μπροστά στο φως. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα κλοτσώντας με τα πόδια μου και έβλεπα τον ουρανό να περνά.
«Μπορώ να πάρω μια γατούλα;» ρώτησα, όπως έκανα συχνά. Ίσως πίστευα ότι θα μπορούσα να τους πιάσω εξαπίνης και να μου δώσουν μια διαφορετική απάντηση.
«Όχι ζώα στο σπίτι, Τέντι» είπε. «Ξέρεις τα αισθήματά μου για τα κατοικίδια. Είναι σκληρό να κρατάς ζωντανά πλάσματα σε αιχμαλωσία». Καταλάβαινες ότι δεν ήταν από αυτά τα μέρη. Η φωνή της έφερε ακόμη ανεπαίσθητα ίχνη από τη χώρα του πατέρα της. Ο τρόπος που πρόφερε το ρ. Όμως φαινόταν περισσότερο στον τρόπο που στεκόταν, λες και ανά πάσα στιγμή περίμενε ένα χτύπημα από πίσω.
«Μπαμπά;» είπα.
«Άκουσες τι είπε η μητέρα σου».
Έκανα ότι κλαίω με αυτό, αλλά μόνο για μένα. Δεν ήθελα να ενοχλώ. Χάιδεψα με το χέρι μου τον αέρα και προσποιήθηκα ότι μπορούσα να νιώσω κάτω από την παλάμη μου τη μεταξένια γούνα, ένα σκληρό κεφάλι με όρθια αυτιά. Ήθελα γάτα από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Η Μαμά έλεγε πάντα όχι. (Σήμερα δεν γίνεται να μην αναρωτηθώ αν ήξερε κάτι που δεν ήξερα, αν έβλεπε το μέλλον, σαν μια κόκκινη λωρίδα στον ορίζοντα.)
Καθώς πλησιάσαμε στη λίμνη, ο αέρας γέμισε από τη μυρωδιά που αναδίνουν τα βαθιά νερά.
Φτάσαμε εκεί νωρίς, αλλά η όχθη ήταν ήδη γεμάτη οικογένειες, κουβέρτες απλωμένες σαν τετράγωνα σε μια σκακιέρα από λευκή άμμο. Σύννεφα από μυγάκια αιωρούνταν πάνω από τη γυαλιστερή επιφάνεια του νερού. Ο πρωινός ήλιος ήταν δυνατός· έτσουζε στο δέρμα μου σαν ξίδι.
«Μη βγάλεις το ζιλέ σου, Τέντι» είπε η Μαμά. Έκανε ζέστη, μα ήξερα πως δεν έπρεπε να διαφωνήσω.
Άρχισα να παίζω με τον Μπαμπά στο νερό. Η Μαμά καθόταν στην καρέκλα της, κρατώντας το μπλε μεταξωτό παρασόλι της. Η μπορντούρα του θρόιζε στην αύρα. Δεν διάβαζε. Απλώς κοιτούσε μέσα από το δάσος, τη γη και το νερό, κάτι που κανείς από μας δεν μπορούσε να δει. Έμοιαζε να ονειρεύεται ή να παρατηρεί έναν εχθρό. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως έκανε και τα δύο.
Ο πάγκος με τα σουβενίρ είχε λίγα μπρελόκ σκαλισμένα από πεύκο της περιοχής. Ήταν υπέροχα, σε σχήματα σκυλιών, ψαριών και αλόγων. Λικνίζονταν απαλά, με κοιτούσαν με τα ξύλινα μάτια τους και το φως αντανακλούσε πάνω στους ασημένιους κρίκους τους. Τα χάιδεψα με χέρια ζαρωμένα από το νερό. Στο πίσω μέρος του ραφιού τη βρήκα, μια τέλεια μικρή γατούλα που καθόταν όρθια, με τα μπροστινά της πόδια σμιχτά. Η ουρά της ήταν ένα ερωτηματικό, τα αυτιά της σχεδόν διάφανα και λεπτεπίλεπτα. Ο γλύπτης είχε δουλέψει τις δίνες και τους ρόζους του ξύλου για να το κάνει να θυμίζει μεταξένια γούνα. Λαχταρούσα να την κάνω δική μου. Ένιωθα ότι ήμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο.
Το χέρι της Μαμάς έπεσε στον ώμο μου. «Βάλ’ το στη θέση του, Τέντι».
«Μα δεν είναι αληθινή» είπα. «Είναι ξύλινη. Θα μπορούσα να την έχω στο σπίτι».
«Ώρα για φαγητό» είπε. «Έλα».
Έδεσε μια υφασμάτινη πετσέτα γύρω από τον λαιμό μου και μου έδωσε δυο μικρά βαζάκια με μπλε και άσπρες ετικέτες –ένα με λιωμένο μήλο και ένα με καρότο– και ένα κουτάλι. Φαντάστηκα ότι όλοι μάς κοιτούσαν, αν και μάλλον δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Γύρω μας άλλα παιδιά έτρωγαν χοτ ντογκ και σάντουιτς. Η Μαμά με πρόσεξε να τα κοιτάζω.
«Αυτά τα πράγματα είναι γεμάτα λίπη και συντηρητικά» είπε. «Το δικό μας φαγητό είναι πλήρες από θρεπτική άποψη. Όλες οι βιταμίνες που χρειάζεσαι βρίσκονται μέσα σε αυτά τα βαζάκια. Και επιπλέον είναι φτηνά». Μίλησε με τη φωνή της νοσοκόμας, που ήταν λίγο πιο μπάσα από την κανονική της φωνή, τα φωνήεντα πιο κοφτά. Η δουλειά της Μαμάς ήταν να φροντίζει άρρωστα παιδιά στο νοσοκομείο. Ήξερε τι έλεγε. Γι’ αυτό δεν έφερνες αντιρρήσεις στη φωνή της νοσοκόμας. Ο Μπαμπάς ήταν άνεργος εκείνη την εποχή. Ήταν σαν να είχε πέσει σε ένα σκοτεινό χαντάκι και τώρα δεν μπορούσε να βγει. Έτρωγε την πουτίγκα του με ρύζι και δαμάσκηνα χωρίς να λέει κουβέντα. Τα βαζάκια έμοιαζαν μικροσκοπικά στα μεγάλα καφετιά του χέρια. Έβγαλε το θερμός με τον καφέ.
Κάπου εκεί κοντά, μία ανυπόμονη κόκκινη γυναίκα τάιζε ένα μωρό από ένα βαζάκι. Η ετικέτα του ήταν μπλε και άσπρη. Με μια κρύα σουβλιά τρόμου είδα ότι το μωρό έτρωγε το ίδιο λιωμένο ρύζι με τον πατέρα μου. «Κρύψ’ το» είπα στον Μπαμπά. «Θα το δει ο κόσμος!»
Η Μαμά με κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Τελείωσε το φαγητό σου» του είπε απαλά.
Όταν τελειώσαμε, η Μαμά έκρυψε προσεκτικά τα βαζάκια στο ψυγείο. «Ξέρεις από πού είμαι, Τέντι» είπε.
«Από το Λοκρονάν» είπα «που είναι στη Βρετάνη. Που είναι στη Γαλλία». Αυτά ήξερα μόνο. Η Μαμά δεν μιλούσε ποτέ για εκείνο το μέρος.
«Στο χωριό μου υπήρχε ένα αγόρι». Κοίταξε μακριά, πέρα από τη λίμνη, και φαινόταν σαν να μη μιλούσε πια σε μένα. «Οι γονείς του είχαν πεθάνει στην επιδημία της μεγάλης γρίπης. Η αρρώστια έκοψε το Λοκρονάν όπως το μαχαίρι το βούτυρο. Του δίναμε όλοι ό,τι μπορούσαμε. Όμως δεν είχαμε ούτε εμείς πολλά. Κοιμόταν στον αχυρώνα μας, με το γαϊδούρι και τα πρόβατα. Στο χωριό τον φώναζαν Πεμότς, επειδή κοιμόταν εκεί που κοιμόντουσαν τα γουρούνια. Κάθε πρωί ο Πεμότς ερχόταν στην πόρτα της κουζίνας μας. Του έδινα ένα ποτήρι γάλα και μισή φραντζόλα ψωμί. Μερικές φορές του έδινα και λίγη σάλτσα από το ψητό της Κυριακής. Το βράδυ ερχόταν ξανά. Του έδινα ό,τι έμενε από το τραπέζι. Γουλιά από γογγύλια, σπασμένα αυγά. Πάντα με ευχαριστούσε τρεις φορές. Trugarez, trugarez, trugarez. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Γι’ αυτό το λίγο φαΐ δούλευε όλη μέρα για τον πατέρα μου στα χωράφια. Το έκανε επί χρόνια και οι ευχαριστίες του ήταν πάντα ειλικρινείς. Ήταν ευγνώμων. Ήξερε πόσο τυχερός ήταν». Σηκώθηκε. «Θα πάω τη βόλτα μου» είπε. Ο Μπαμπάς έγνεψε. Εκείνη απομακρύνθηκε, με το γαλάζιο φουστάνι της να ανεμίζει μπροστά στον γαλανό ουρανό. Η Μαμά ποτέ δεν ζεσταινόταν αρκετά.
Παρά τον καφέ, ο Μπαμπάς έπεσε σε βαθύ ύπνο, ακουμπώντας το καπέλο του πάνω στο πρόσωπό του. Κοιμόταν πολύ εκείνη την εποχή. Έμοιαζε λες και κάθε στιγμή που ήταν ξύπνιος τον εξαντλούσε. Η κόκκινη γυναίκα μάς κοιτούσε. Είχε προσέξει ότι οι τρεις μας τρώγαμε βρεφικές τροφές για μεσημεριανό. Προσπάθησα να φανταστώ ότι το δέρμα της ήταν κόκκινο επειδή είχε θανατηφόρα εγκαύματα και ότι σύντομα θα πέθαινε. Μικρά κιρκίρια έπαιζαν στην άκρη της λίμνης, όπου η γραμμή των δέντρων έφτανε σχεδόν μέχρι το νερό. Ο Μπαμπάς ροχάλιζε. Υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να κοιμηθεί όσο με πρόσεχε.
Πριν από λίγο καιρό, σε αυτή τη λίμνη, είχε εξαφανιστεί ένα αγοράκι. Μερικές φορές έφερναν εδώ τα παιδιά από το ορφανοτροφείο τα Σαββατοκύριακα. Ίσως το κάνουν ακόμη. Εκείνο το αγόρι δεν γύρισε στο λεωφορείο στο τέλος της μέρας. Μερικές φορές έκανα σκέψεις για το τι θα μπορούσε να του είχε συμβεί και ένιωθα μια ευχάριστη ανατριχίλα. Ίσως κυνήγησε ένα όμορφο κόκκινο πουλί ή ένα ελάφι, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του πλήθους, στα βαθιά σημεία της λίμνης. Όταν το αγόρι παραπάτησε και έπεσε στο κρύο νερό, δεν υπήρχε κανείς εκεί κοντά για να ακούσει τις φωνές του. Ή μπορεί να περιπλανήθηκε κάτω από τα τεράστια πράσινα φυλλώματα του δάσους, μέχρι που όλο του το μυαλό έγινε πράσινο και έσβησε σιγά σιγά μέσα στο πιτσιλωτό φως και εκείνος έγινε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από αγόρι. Όμως, ίσως απλώς να έκανε οτοστόπ και να γύρισε πίσω στην πόλη. Είχε προβλήματα, όλοι το έλεγαν αυτό.
«Έλα, Τέντι». Η Μαμά με άγγιξε απαλά στο κεφάλι, αλλά εγώ τρόμαξα και τινάχτηκα λες και με είχε χτυπήσει. Έβαλε κάτι στο χέρι μου και μόλις τα μάτια μου συνήθισαν στο σοκ του ήλιου κατάλαβα τι ήταν. Η μικρή γάτα έμοιαζε να τεντώνει ηδονικά το κορμί της μέσα στην παλάμη μου.
Το κύμα χαράς που με κατέκλυσε ήταν τόσο σφοδρό, που έμοιαζε σχεδόν με πόνο. Τη χάιδεψα με το δάχτυλό μου. «Ω» είπα «γατούλα, ψιψινάκι!».
«Σου αρέσει;» Μπορούσα να ακούσω το χαμόγελο στη φωνή της Μαμάς.
«Τη λατρεύω» είπα. «Θα την προσέχω σαν τα μάτια μου». Η ανησυχία διαπέρασε τον ενθουσιασμό μου σαν φλέβα. «Ήταν ακριβή;» Ήξερα ότι εκείνη την εποχή ήμαστε φτωχοί και ότι δεν έπρεπε να το ξέρω.
«Δεν πειράζει» είπε. «Μην ανησυχείς γι’ αυτό, για τον Θεό. Τι όνομα θα της δώσεις;»
«Τη λένε Ολίβια» είπα. Μου φαινόταν αριστοκρατικό και μυστηριώδες, ό,τι έπρεπε για την ξύλινη γάτα.
Αυτή η μικρή πολυτέλεια φάνηκε να φτιάχνει τη διάθεση όλων μας. Εγώ άρχισα να παίζω με την Ολίβια και δεν με ένοιαζε πια τι σκέφτονταν οι άλλοι για μας. Η Μαμά σιγοτραγουδούσε, και ακόμα και ο Μπαμπάς χαμογελούσε και μας διασκέδαζε με το αστείο του περπάτημα, ότι τάχα πατούσε τα κορδόνια του και έπεφτε στην άμμο.
Η Μαμά είχε για κανόνα να χαιρόμαστε όσο περισσότερο μπορούσαμε μια εκδρομή, έτσι μείναμε μέχρι που όλοι οι άλλοι έφυγαν. Οι σκιές μάκρυναν και οι λόφοι άρχισαν να ροκανίζουν τον ήλιο. Νυχτερίδες πετάγονταν μέσα από το λυκόφως όταν φύγαμε. Ο Μπαμπάς χρειάστηκε να καλύψει τα καθίσματα που έκαιγαν προτού καθίσω πίσω. Έβαλα προσεκτικά την Ολίβια στην τσέπη του παντελονιού μου.
«Θα οδηγήσω εγώ» είπε ήρεμα η Μαμά στον Μπαμπά. «Εσύ οδήγησες το πρωί. Να είμαστε δίκαιοι».
Ο Μπαμπάς άγγιξε το πρόσωπό της και είπε: «Είσαι η βασίλισσά μου».
Εκείνη χαμογέλασε. Τα μάτια της συνέχιζαν να έχουν εκείνο το απόμακρο βλέμμα. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα παρατήρησα ότι ποτέ δεν άφηνε τον Μπαμπά να οδηγεί μετά το μεσημέρι, αφότου άρχιζε να πίνει καφέ από το θερμός του και να κάνει το αστείο του περπάτημα.
Το αυτοκίνητο έσχιζε τη νύχτα που έπεφτε σιγά σιγά και εγώ ήμουν ευτυχισμένος. Όλα είχαν γαληνέψει, και μέσα μου και έξω. Μόνο παιδιά μπορούν να νιώσουν αυτό το είδος της ασφάλειας· τώρα το ξέρω. Θα πρέπει να με πήρε ο ύπνος, γιατί το ξύπνημα ήταν σαν χαστούκι, συνταρακτικό και ξαφνικό.
«Φτάσαμε σπίτι;» ρώτησα.
«Όχι» είπε η Μαμά.
Σήκωσα νυσταγμένα το κεφάλι μου και κοίταξα έξω. Στο φως των προβολέων είδα ότι είχαμε σταματήσει στην άκρη ενός χωματόδρομου. Δεν υπήρχαν άνθρωποι ή πεζοδρόμια, ούτε άλλα αμάξια. Μεγάλες φτέρες σαν φτερά στρουθοκαμήλου τρίβονταν στο παρμπρίζ. Πέρα απ’ αυτές, υπήρχαν οι ήχοι και οι μυρωδιές από δέντρα που μιλούσαν, έντομα της νύχτας που έκαναν τικ, τικ, τικ.
«Χάλασε το αυτοκίνητο;» ρώτησα.
Η Μαμά γύρισε και με κοίταξε. «Βγες έξω, Τέντι».
«Τι κάνεις;» Ο τόνος στη φωνή του Μπαμπά ήταν φόβος, αν και τότε δεν θα μπορούσα να τον ονομάσω έτσι. Το μόνο που ήξερα τότε ήταν πως με έκανε να νιώθω αηδία γι’ αυτόν.
«Ξανακοιμήσου». Σε μένα είπε: «Τέντι, έλα. Σε παρακαλώ».
Έξω από το αυτοκίνητο ο αέρας ήταν πηχτός, σαν υγρό βαμβάκι στο μάγουλό μου. Ένιωσα μικρός μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Όμως ένα άλλο κομμάτι μου το έβρισκε συναρπαστικό που ήμουν στο δάσος τη νύχτα με τη Μαμά. Ποτέ δεν φερόταν όπως οι άλλοι. Με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε μακριά από το αυτοκίνητο και τα φώτα, μέσα στα δέντρα. Το ανάλαφρο φουστάνι της έμοιαζε να αιωρείται στο σκοτάδι. Ήταν σαν ένα πλάσμα της θάλασσας που έπλεε πάνω στον βυθό του ωκεανού.
Στο δάσος μέχρι και τα γνώριμα πράγματα ήταν παράξενα. Οι συνεχείς υγρές πιτσιλιές της νύχτας έγιναν παγερές σταλαγματιές σε ένα μπουντρούμι. Το τρίξιμο από τα κλαδιά ήταν οι αργές κινήσεις ενός τεράστιου, φολιδωτού άκρου. Τα κλαριά που σκάλωναν πάνω μου γίνονταν σκελετόμορφα δάχτυλα που άρπαζαν το μανίκι μου – ίσως τα δάχτυλα από κάτι που κάποτε ήταν παιδί, αλλά χάθηκε στο πράσινο φως και δεν επέστρεψε ποτέ. Άρχισα να φοβάμαι. Έσφιξα το χέρι της Μαμάς. Μου ανταπέδωσε το σφίξιμο.
«Θα σου δείξω κάτι πολύ σημαντικό, Τέντι». Ακουγόταν φυσιολογική, λες και μου έλεγε τι θα μου έβαζε στο σάντουιτς εκείνη τη μέρα, και ένιωσα καλύτερα. Καθώς τα μάτια μου συνήθισαν στο μισοσκόταδο, όλα έμοιαζαν να λάμπουν, σαν ο ίδιος ο αέρας να είχε μέσα του φως.
Σταματήσαμε κάτω από ένα ψηλό έλατο. «Εδώ είναι μια χαρά» είπε. Μακριά, πίσω από τα κλαδιά που έτριζαν, έβλεπα την αμυδρή δέσμη από τα φώτα του αυτοκινήτου μας.
«Σήμερα σου αγόρασα αυτή τη γάτα» είπε η Μαμά. Έγνεψα. «Την αγαπάς;»
«Ναι».
«Πόσο;»
«Την αγαπάω περισσότερο απ’ όσο αγαπάω το… παγωτό» είπα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιον τρόπο για να εκφράσω τα συναισθήματά μου για τη μικρή ξύλινη γάτα.
«Την αγαπάς πιο πολύ απ’ όσο θέλεις ο μπαμπάς να βρει δουλειά;» ρώτησε. «Πες την αλήθεια».
Το σκέφτηκα. «Ναι» ψιθύρισα. «Πιο πολύ».
«Θυμάσαι εκείνο το κορίτσι που φροντίζω στο νοσοκομείο, εκείνο που έχει καρκίνο; Αγαπάς τη γάτα περισσότερο απ’ ό,τι θέλεις να γίνει καλά εκείνη;»
«Όχι» είπα. Σε καμία περίπτωση. Αυτό θα σήμαινε ότι ήμουν κακό, πολύ κακό παιδί.
Ακούμπησε το κρύο χέρι της στον ώμο μου. «Πες μου την αλήθεια» είπε.
Ένιωθα τον λαιμό μου γεμάτο λεπίδες. «Αγαπώ περισσότερο τη γάτα» είπα.
«Ωραία» είπε. «Είσαι ειλικρινές παιδί. Τώρα βγάλ’ την από την τσέπη σου. Άφησέ την εκεί, στο χώμα».
Την ακούμπησα απαλά σε ένα στρώμα από βρύα στις ρίζες του δέντρου. Δεν άντεχα να την αφήσω ούτε για μια στιγμή.
«Τώρα ας γυρίσουμε στο αυτοκίνητο. Πάμε σπίτι». Η Μαμά μού προέτεινε το χέρι της.
Πήγα να σηκώσω την Ολίβια, αλλά τα δάχτυλα της Μαμάς έσφιξαν σαν χειροπέδα γύρω από τον καρπό μου. «Όχι» είπε. «Αυτή θα μείνει εδώ».
«Γιατί;» ψιθύρισα. Σκέφτηκα πόσο κρύα και μόνη θα ήταν εδώ στο σκοτάδι, πως η βροχή θα τη μούσκευε και θα τη σάπιζε, πως οι σκίουροι θα μασούσαν το όμορφο κεφάλι της.
«Είναι εξάσκηση» είπε η Μαμά. «Στο τέλος θα με ευχαριστείς. Όλα στη ζωή είναι μια πρόβα απώλειας. Μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι το ξέρουν αυτό».
Με έσυρε έξω από το δάσος, προς το αυτοκίνητο. Ο κόσμος ήταν μια μαύρη θολούρα. Έκλαιγα τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι η καρδιά μου θα έσκαγε στο στήθος μου.
«Θέλω να νιώσεις πόση δύναμη κρύβει» είπε «το να φεύγεις από κάτι που αγαπάς. Δεν σε κάνει να νιώθεις δυνατός;».
Τα ακτινωτά αστέρια των προβολέων ήρθαν πιο κοντά και άκουσα την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει με δύναμη. Ο πατέρας μου μύριζε ιδρώτα και αυτό που νόμιζα ότι ήταν πουτίγκα από δαμάσκηνο. Με αγκάλιασε σφιχτά. «Πού πήγατε;» ρώτησε τη Μαμά. «Τι συμβαίνει; Κλαίει». Ο Μπαμπάς έστριψε το πρόσωπό μου δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας για κάποιο σημάδι.
«Δεν υπάρχει λόγος για υστερίες» είπε η Μαμά, λίγο σαν νοσοκόμα. «Προσπαθήσαμε να βρούμε μια κουκουβάγια. Έχουν φωλιές εδώ γύρω. Έπειτα μας έπεσε εκείνο το μπρελόκ με τη γάτα και δεν μπορούσαμε να το βρούμε στο σκοτάδι. Γι’ αυτό και η πλημμύρα».
«Ω μωρό μου» είπε ο πατέρας. «Δεν πειράζει, εντάξει;» Η αγκαλιά του δεν ήταν παρηγοριά.
Δεν ξαναζήτησα ποτέ γατάκι. Έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν ήθελα πια. Αν το αγαπούσα, μπορεί να έπρεπε να το αφήσω στο δάσος. Ή μια μέρα θα πέθαινε, κάτι που ήταν σχεδόν το ίδιο.
Έτσι η Μαμά είχε αρχίσει να με προετοιμάζει για το φευγιό της πολλά χρόνια πριν συμβεί. Σήμερα την καταλαβαίνω καλύτερα. Σήμερα είμαι γονιός και ξέρω πόσο φοβάσαι για το παιδί σου. Μερικές φορές, όταν σκέφτομαι τη Λόρεν, νιώθω σχεδόν διάφανος από φόβο, σαν ένα τζάμι σε παράθυρο.
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Τραγωδία στις Σέρρες: Νεκρό ζευγάρι μέσα σε πισίνα
- Σασμός: Ξεσηκώθηκε το twitter με το spoiler που θέλει νεκρό τον Αντώνη
- Σπυροπούλου: Η φωτογραφία και το δημόσιο «ευχαριστώ» στην Ελένη
- Συγκινεί η Φωτεινή Δάρρα: «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν είναι εδώ, ζω τη φάση της άρνησης»
- «Θαμμένα λόγια» της Έρικας Αθανασίου
- «Συσχετίσεις – η Οπτική τέχνη συνομιλεί με τις Τέχνες, τις Επιστήμες και τα Γράμματα (Μέρος Ι)» της Ιωάννας Ασσάνη
- Vortex
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Diastixo
- «Θαμμένα λόγια» της Έρικας Αθανασίου
- «Συσχετίσεις – η Οπτική τέχνη συνομιλεί με τις Τέχνες, τις Επιστήμες και τα Γράμματα (Μέρος Ι)» της Ιωάννας Ασσάνη
- Σωτήρης Γκορίτσας: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
- ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ | Κερδίστε 10 βιβλία των Ακρίβου, Larrue, Nesbo, Sigurdardóttir και Jaivin
- «Οι μάγισσες του Σάλεμ» του Άρθουρ Μίλερ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Βρετάνια
- August Strindberg: «Το Ημικύκλιο των Αθηνών»
- Νίκος Καζαντζάκης: «Ο ανήφορος»
- «5+1 συγγραφείς παιδικής-νεανικής λογοτεχνίας συστήνουν την Τζέιν Όστεν στα παιδιά» της Ράνιας Μπουμπουρή
- Βραβεία 2022 της Εταιρείας Συγγραφέων
- Τελευταία Νέα Diastixo
- Πανελλαδικός εφηβικός διαγωνισμός συγγραφής θεατρικού έργου από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού
- Πολύ ταπεινά δώρα
- To σχεσιακό υποκείμενο
- «Κανείς μας δεν ελέγχει τον ύπνο του» της Άννας Βασιάδη
- «Οι μάγισσες του Σάλεμ» του Άρθουρ Μίλερ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Βρετάνια
- Έρχεται η αυτοβιογραφία του Αλ Πατσίνο
- Ορχάν Παμούκ: Δεν υπάρχει ελευθερία του λόγου στην Τουρκία
- Σ. Γκορίτσας, Τζ. Όστεν, Ν. Καζαντζάκης, Κ. Χαραλαμπίδης, Λ. Ναρ, Β. Βεκρή, A. Strindberg
- Πρόβα ζωής
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Πολιτική και διαδίκτυο
- Ελένη Σαραντίτη: «Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου»
- Ανδρέας Νικολακόπουλος: «Σάλτος»
- «Συσχετίσεις – η Οπτική τέχνη συνομιλεί με τις Τέχνες, τις Επιστήμες και τα Γράμματα (Μέρος Ι)» της Ιωάννας Ασσάνη
- Kim de l’Horizon: Βραβείο Γερμανικού Βιβλίου για το συγγραφικό ντεμπούτο του
- Trigger warning
- Νιλ Άρμστρονγκ
- Βάσω Βεκρή: «Πάροδος»
- Σωτήρης Γκορίτσας: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου