Οι δασμοί του Τραμπ βλάπτουν την οικονομική ευημερία

Ο Ανταμ Σμιθ, ο διανοητής του 18ου αιώνα και συγγραφέας του Πλούτου των Εθνών, του βιβλίου που θεμελίωσε την οικονομική επιστήμη, ήταν ισχυρός υποστηρικτής του ελεύθερου εμπορίου και αντιτάχθηκε στους δασμούς και στις πολιτικές προστατευτισμού που υποστήριζαν οι μερκαντιλιστές.

Ο Ανταμ Σμιθ πίστευε ότι οι χώρες πρέπει να εξειδικεύονται σε ό,τι παράγουν καλύτερα και να εμπορεύονται ελεύθερα με τις άλλες. Η ιδέα αυτή, η οποία στις αρχές του 19ου αιώνα εξειδικεύθηκε από τον πνευματικό διάδοχό του Ντέιβιντ Ρικάρντο ως η αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, αποτέλεσε έκτοτε βασική αρχή για

την οικονομική επιστήμη στα θέματα του διεθνούς εμπορίου. Αν σε κάτι σχεδόν ομονοούν οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, είναι στην αναγκαιότητα του όσο το δυνατόν πιο ελεύθερου διεθνούς εμπορίου.

Οι δασμοί θεωρούνταν από τον Ανταμ Σμιθ ως εξαιρετικά αναποτελεσματικοί για μία σειρά από λόγους:

n Πρώτον, διότι διαταράσσουν την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών και τη ροή των αγαθών και υπηρεσιών και εμποδίζουν το «αόρατο χέρι» να καθοδηγεί αποτελεσματικά τις αγορές.

n Δεύτερον, διότι οι δασμοί ωφελούν μια περιορισμένη ομάδα εγχώριων παραγωγών αγαθών και υπηρεσιών που ανταγωνίζονται τις εισαγωγές, σε βάρος των καταναλωτών συνολικά και των εξαγωγικών επιχειρήσεων.

n Τρίτον, διότι οι δασμοί ενθαρρύνουν τα αντίποινα και τους εμπορικούς πολέμους βλάπτοντας το διεθνές εμπόριο και τη διεθνή οικονομία συνολικά.

n Τέταρτον, διότι οι δασμοί συνήθως προστατεύουν αναποτελεσματικούς οικονομικούς κλάδους από τον ανταγωνισμό και οδηγούν σε συνολική αναποτελεσματικότητα και στασιμότητα.

Παρ’ όλα αυτά, ο Ανταμ Σμιθ αναγνώριζε ορισμένες περιπτώσεις όπου οι δασμοί μπορεί να δικαιολογούνται. Τέτοιες περιπτώσεις είναι ως προσωρινά μέτρα για την υποστήριξη των νηπιακών εθνικών βιομηχανιών με δυνατότητες ανάπτυξης, η επιβολή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς και η επιβολή τους για την αντιμετώπιση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από τους ανταγωνιστές μιας χώρας.

Ο Τραμπ αναφέρεται συχνά στην εθνική ασφάλεια και στον αθέμιτο ανταγωνισμό (ειδικά από την Κίνα) ως λόγους για τους δασμούς του. Κατά συνέπεια, η κριτική του Ανταμ Σμιθ για την πολιτική του θα ήταν σκληρή αλλά θα σταματούσε λίγο πριν από την απερίφραστη απόρριψη.

Προκειμένου να εξορθολογίσει τη δασμολογική του πολιτική, ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί επιχειρήματα, πολλά από τα οποία αμφισβητούν την επικρατούσα οικονομική σκέψη, η οποία εν πολλοίς βασίζεται στις ιδέες του Ανταμ Σμιθ. Οι δικαιολογίες του εμπίπτουν γενικά σε πέντε μεγάλες κατηγορίες:

1. Μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι τα εμπορικά ελλείμματα σημαίνουν ότι η Αμερική «χάνει» από το παγκόσμιο εμπόριο, κάτι που θα διορθώσουν οι δασμοί μειώνοντας αυτά τα ελλείμματα. Ωστόσο, οι σύγχρονοι οικονομολόγοι απορρίπτουν αυτή την άποψη, καθώς τα εμπορικά ελλείμματα επηρεάζονται περισσότερο από μακροοικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν το ισοζύγιο επενδύσεων και αποταμιεύσεων σε μια οικονομία, όπως τα επιτόκια, παρά από την εμπορική πολιτική.

2. Προστασία της αμερικανικής παραγωγής και απασχόλησης. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι οι προηγούμενες εμπορικές πολιτικές (όπως η NAFTA και η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ) οδήγησαν σε απώλεια θέσεων εργασίας στην αμερικανική μεταποίηση, την οποία οι δασμοί του θα ανατρέψουν. Οι επικριτές του αντιτείνουν ότι ενώ οι δασμοί μπορεί να προστατεύουν προσωρινά ορισμένες θέσεις εργασίας, αυξάνουν επίσης το κόστος για τις επιχειρήσεις που βασίζονται στις εισαγωγές και διαταράσσουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, οδηγώντας σε απώλεια θέσεων εργασίας αλλού.

3. Τιμωρία της Κίνας. Για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όπως η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, η αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας και οι παράνομες επιδοτήσεις. Ενώ πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η Κίνα εμπλέκεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι δασμοί είναι ένα αμβλύ εργαλείο που πλήττει τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές των ΗΠΑ όσο βλάπτει την Κίνα.

4. Λόγοι εθνικής ασφάλειας. Ο Τραμπ δικαιολογεί τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο ως απαραίτητους για την εθνική ασφάλεια, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται ισχυρή εγχώρια προμήθεια αυτών των υλικών σε περίπτωση πολέμου ή γεωπολιτικής σύγκρουσης. Πολλοί είναι δύσπιστοι ως προς αυτό το σκεπτικό, θεωρώντας το ως προσχηματικό.

5. Ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Αμερικής. Ο Τραμπ βλέπει τους δασμούς ως διαπραγματευτικό εργαλείο για να αναγκάσει άλλες χώρες όπως η Κίνα σε καλύτερες εμπορικές συμφωνίες. Ωστόσο, οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι ενώ αυτή η τακτική μπορεί να λειτουργήσει σε επιχειρηματικές συμφωνίες, απέτυχε στο παγκόσμιο εμπόριο, οδηγώντας σε αντίποινα από άλλες χώρες.

Ενώ ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι οι δασμοί που επέβαλε κατά την πρώτη του θητεία ενίσχυσαν την παραγωγή στις ΗΠΑ και επανέφεραν θέσεις εργασίας, οι μελέτες δείχνουν ότι είχαν μεικτές ή αρνητικές επιπτώσεις. Η αύξηση των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση επιβραδύνθηκε, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ επωμίστηκαν το κόστος των υψηλότερων τιμών και οι αγρότες επλήγησαν σκληρά, απαιτώντας δισεκατομμύρια σε κρατικές επιδοτήσεις.

Αν ζούσε ο Ανταμ Σμιθ είναι βέβαιο ότι θα καταδίκαζε τις δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι τελικά βλάπτουν την παγκόσμια οικονομική ευημερία καθώς και τους ίδιους τους παραγωγούς και καταναλωτές που επιδιώκουν να βοηθήσουν. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες πολιτικές του είναι επικίνδυνες για τη διεθνή τάξη πραγμάτων και την παγκόσμια ειρήνη.

Ο Γιώργος Αλογοσκούφης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών

Keywords
Τυχαία Θέματα