Δήμητρα Ανδρουλάκη: «Το βουβό»

22:26 4/2/2025 - Πηγή: Diastixo

Ψωμί και νερό
Μ’ αρέσει το μπαγιάτικο ψωμί. Σκληρό, ξυλιασμένο.
Παίρνω ένα ποτήρι κρύο νερό και το βουτάω μέσα.
Γεμίζω το στόμα μου με την παγωμένη ψίχα.
Μόλις φάω το ψωμί, πίνω και το θολό νερό με τα ψίχουλα.
Αυτή είναι η μετάληψή μου
(σελ. 92)

Γράφει στο τελευταίο κείμενο της συλλογής αυτής η Δήμητρα Ανδρουλάκη και με αυτόν τον τρόπο μάς ξεκαθαρίζει ότι η γραφή της κινείται σε χαμηλούς τόνους χωρίς φιοριτούρες και πολλά καλολογικά στοιχεία, ότι αντίθετα είναι λιτή, ρεαλιστική και εύστοχη, όπως ένα κοφτερό βέλος, ότι το υλικό της είναι

ο μικρόκοσμος, οι μικροϊστορίες των ανθρώπων, αφού ψωμί και μάλιστα μπαγιάτικο είναι αυτό που προτιμάει, αλλά ταυτόχρονα ιερό όπως η μετάληψη. Ότι την απασχολούν οι αντιήρωες, αυτοί που ζουν πίσω από το λαμπρό περιτύλιγμα, ότι θέλει να αποτυπώσει το βουβό, το κενό ανάμεσα σε δύο βελονιές, ότι η μεγαλύτερη φιλοδοξία της είναι να επιτελέσει το έργο που από καταβολής κόσμου επιτελεί η συγγραφέας, να μιλήσει με το στόμα αυτών που δεν μπορούν. Στο διήγημα «Ο Γρηγόρης» (σελ. 19), η συγγραφέας τελειώνει με την εξής παράγραφο:

Ένα Σάββατο, ήμουν στο σπίτι της μάνας μου, είδα τη φάτσα του στις ειδήσεις. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ταυτότητας μεγεθυμένη. Χρήστης ναρκωτικών, υπερβολική δόση και τα σχετικά. Τότε δεν ήταν και τα προσωπικά δεδομένα – τα βγάζαν όλα στη φόρα. Τον έκλαψα. Η μάνα μου μ’ έπρηζε: «Πώς θα αντέξεις σ’ αυτή τη δουλειά; Έτσι θα κλαις κάθε φορά;» Δεν ήξερα τι να της πω. Ήξερα μόνο ότι ο Γρηγόρης δεν είχε κανέναν να τον κλάψει.

Αυτό το χρέος λοιπόν επιτελεί η Δήμητρα Ανδρουλάκη σ’ αυτό το βιβλίο, να κλάψει γι’ αυτούς που δεν έχουν κανέναν να τους κλάψει, είναι η μοιρολογίστρα της φυλής, των φτωχών και κατατρεγμένων ανθρώπων, των ανθρώπων που έχουν κακοποιηθεί, που έχουν μείνει ορφανοί, που μεγάλωσαν δύσκολα και ζουν ακόμα πιο δύσκολα. Έχει τα μάτια και τα αυτιά της ανοιχτά στον ανθρώπινο πόνο, σε όλες τις διαβαθμίσεις των συναισθημάτων, ταξιδεύει με το μετρό και ακούει ιστορίες, τις ιστορίες των βιοπαλαιστών, των ανθρώπων που με τάπερ μεταφέρουν γιουβαρλάκια στον άρρωστο που αργοπεθαίνει στο νοσοκομείο, τις αποτυπώνει στο χαρτί, τις ψιθυρίζει με ένα χωνί στο αυτί του αναγνώστη, τον κάνει κοινωνό, νοιάζεται και μας αναγκάζει να νοιαστούμε για τον συνάνθρωπο, τον αόρατο γείτονα, τη γυναίκα της διπλανής πόρτας.

{jb_quote}Εκεί που υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει φτηνή συγκίνηση, εκεί το διήγημα κόβεται ξαφνικά και γίνεται βουβό, τα δάκρυα μένουν μετέωρα και το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό.{/jb_quote}

Η γλώσσα της έχει πολλά τοπικά ιδιώματα, ειδικά στους διαλόγους, και αυτό δίνει μία μεγάλη ζωντάνια στην αφήγηση. Είναι αληθινές όμως αυτές οι ιστορίες που μας διηγείται; Έχουν συμβεί τα γεγονότα που περιγράφει; Αυτό σπεύδει να μας το διευκρινίσει η συγγραφέας από το δεύτερο κιόλας διήγημα της συλλογής, δίνοντάς μας και ένα μάθημα δημιουργικής γραφής.

– Και ήντα ’ναι τουτανά που γράφεις, κύριε Γιώργο, παιδί μου;
– Προσπαθώ να γράψω κάποιες ιστορίες, κυρ Αναστάση.
– Γινήκανε στ’ αλήθεια μπάρε μου ή τσι βγάζεις απ’ το μυαλό σου;
– Κάποια πράγματα γίνανε στ’ αλήθεια, αλλά εγώ τα παραλλάσσω και φτιάχνω δικές μου ιστορίες.

Και αυτή είναι και η αξία αυτών των ιστοριών που πλάθει η Δήμητρα Ανδρουλάκη. Είτε είναι πραγματικές, είτε είναι μυθεύματα της φαντασίας, είτε είναι εκμυστηρεύσεις άλλων ή δικά της βιώματα, εμπλουτισμένα και διαθλασμένα μέσα από τον φακό της λογοτεχνίας, μοιάζουν απόλυτα αληθοφανείς, οι χαρακτήρες της απόλυτα πειστικοί ζωντανεύουν ανάγλυφοι και αυτό είναι το σημαντικό στη γραφή.

Διαβάζοντας αυτή την τρυφερή και ανθρώπινη συλλογή, μου έρχεται στο μυαλό το Τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή, όπου κι αυτός μιλάει για όλους αυτούς που φύσει και θέσει δεν μπορούν να αρθρώσουν την πίκρα και την απέραντη λύπη τους. Και νιώθω αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα που είναι γνωστό στους αναγνώστες ως ρίγος συγκίνησης.

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε έλεγε πως τα καλά διηγήματα είναι αυτά που διαβάζονται με μιαν ανάσα. Και σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, αυτά τα διηγήματα διαρκούν όσο μία ανάσα, αφού τα περισσότερα είναι πολύ σύντομα, αλλά και σε αφήνουν με κομμένη την ανάσα.

Η Δήμητρα Ανδρουλάκη έχει μία εξαιρετική τεχνική στη γραφή της. Εκεί που πάει η ιστορία που αφηγείται να γίνει μελοδραματική, εκεί που υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσει φτηνή συγκίνηση, εκεί το διήγημα κόβεται ξαφνικά και γίνεται βουβό, τα δάκρυα μένουν μετέωρα και το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό.

Αυτό το βιβλίο, αυτή η συλλογή διηγημάτων είναι ένα παλίμψηστο πόνου και καρτερίας, ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων, ένα μεγάλο σπίτι με πολλές κάμαρες, η συγγραφέας ανοίγει παράθυρα στις ζωές πολλών ανθρώπων, αλλά και στις δικές της μνήμες, και ο αναγνώστης παρακολουθεί τα τεκταινόμενα συμμετέχοντας όμως ενεργά και αυτό είναι το μεγαλύτερο προσόν αυτής της συλλογής.

Το βουβό
Δήμητρα Ανδρουλάκη
Φίλντισι
94 σελ.
ISBN 978-618-57-3819-8
Τιμή 13,78€

Keywords
Τυχαία Θέματα