«Η σιωπή της γραφής» του Ανδρέα Μήτσου

22:27 4/2/2025 - Πηγή: Diastixo

Κυρίαρχο γνώρισμα της γραφής, η σιωπή της.

Το λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί καταστάλαγμα, το απόσταγμα μιας απόλυτης αλήθειας, η οποία είναι αδύνατον να εκφραστεί στην ολότητά της και απαιτεί, για να ολοκληρωθεί και να αναδειχθεί πλήρης στην επιφάνεια, τη συμμετοχή του αναγνώστη. Τον απόηχο αυτής της αλήθειας διαισθάνεται ο αναγνώστης, τη σιωπή της εισπράττει.

Το κάθε καλλιτεχνικό έργο περιβάλλεται απαρέγκλιτα από τη σιωπή του.

Η σιωπή του κειμένου δεν συνεπάγεται την απροθυμία για επικοινωνία,

την αμφιταλάντευση του συγγραφέα στο αν πρέπει να φανερώσει όσα κρατάει μέσα του, τον δισταγμό του για εξομολόγηση –όσο κι αν, άμα φτάσει κανείς στον πυρήνα, στην ψίχα της αλήθειας του και τη φανερώσει, την ίδια στιγμή απιστεί απέναντί της και την προδίδει, αφού απαλλάσσεται πλέον από αυτήν και την παραδίδει στον άλλον–, υποδηλώνει μόνο την αδυναμία του για ολοκληρωτική αποκάλυψη. Γιατί η αλήθεια δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένη και συντελεσμένη εντός του, δεν την κατέχει ο συγγραφέας, καθώς αυτή αλλάζει διαρκώς μορφές και μεγέθη, μεταλλάσσεται σαν την αμοιβάδα.

«Σε ψηλό βουνό, βουνίσιο μονοπάτι που εμπρός σε βάραθρο τραχύ τελειώνει», αντιγράφω έναν στίχο του Οκτάβιο Πας, που μοιάζει μισός, από τη συλλογή του Ηλιόπετρα. Πώς να ονοματίσει επακριβώς ο ποιητής το δέος, όταν έχει απομείνει ενεός μπροστά στο βάραθρό του; Απλά μας το δείχνει. Το εναποθέτει σ’ εμάς να το διαχειριστούμε, το υπόλοιπο μισό κι ανέκφραστο.

«Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου», ομολογεί ο Σολωμός στον «Κρητικό» του, κι αυτό φτάνει. Το ελάχιστο να προσέθετε για να εξηγήσει, θα την κατέστρεφε τη σπαρακτική σιωπή του.

Απ’ αυτή τη μεταφόρτιση της σιωπής του κειμένου συγκροτείται η ολοκλήρωση του ανείπωτου, μια κρυφή συναλλαγή συγγραφέα-αναγνώστη. Μένει ύστερα η σιωπή να υπερίπταται πάνω από τη δύσοσμη πραγματικότητα και των δύο συναλλασσόμενων, και να την αρωματίζει, να την αποκαθαίρει.

Πολλοί, οι περισσότεροι φοβάμαι, δεν την οσφραίνονται τη σιωπή του κειμένου, χωρίς αυτό να υποδηλώνει την αποτυχία της πολύτιμης ώσμωσης των δύο τρυφερών συνωμοτών. Ούτε και έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτούς το ότι οι άλλοι δεν τη νιώθουν.

«Οι ορχιδέες αρωματίζουν την ήρεμη κοιλάδα, αν και κανείς δεν μυρίζει το άρωμά τους», μας θυμίζει ο Κομφούκιος, ενώ ο αγαπημένος Όσκαρ Ουάιλντ επισημαίνει: «Οι άνθρωποι δεν έβλεπαν τις ομίχλες πριν ορισμένοι ποιητές και ζωγράφοι του 19ου αιώνα τούς μάθουν πώς να τις βλέπουν». Είμαστε, ως γνωστόν, ό,τι μπορούμε να βλέπουμε.

Μια καίρια επομένως αναγνώριση, ένα αδιόρατο νεύμα μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα η σιωπή του κειμένου, ο κοινός τους κώδικας. Τσουγκρίζουν και πίνουν αμίλητοι από το ίδιο ποτήρι, και την ίδια επίγευση κρατούν στον ουρανίσκο.

Έντρομος διαπιστώνει, σε οριακή στιγμή του, ο συγγραφέας, καθώς απερίσκεπτα σκαλίζει τον εαυτό του, πως βρίσκεται μπροστά «σε θολό ποτάμι, θολό κατεβασμένο», ποτάμι που πρέπει να διαβεί.

«Πώς θα το περάσω εγώ τούτο το θολό νερό;» ψιθυρίζει τα λόγια του δημοτικού τραγουδιού, κι όταν κατορθώσει να υπερβεί τον φόβο του πνιγμού, αποτολμήσει να καταμαρτυρήσει τη φυλακισμένη αλήθεια του, αλήθεια που έχει εξεγερθεί, έχει κηρύξει ανταρσία εναντίον του και δεν μπορεί άλλο να τη συγκρατήσει, τότε βουτάει στα αφρισμένα νερά του ποταμού κι αναστενάζει ανακουφισμένος μόνο μόλις νιώσει πως έχει προσεγγίσει την απέναντι όχθη, όταν πλησιάζει τον αναγνώστη-εξομολογητή του, που τον περιμένει έτοιμος να του δώσει ένα μεγάλο χέρι, να τον τραβήξει έξω από τα θολά νερά, να τον γλιτώσει από τον πνιγμό. Τότε, γράφει. Αφού έχει αναρριχηθεί στην ξηρά, πάνω στο στέρεο έδαφός του.

Όταν γράφει, τότε πραγματώνει το βίωμά του ο συγγραφέας, τότε το συγκροτεί και του δίνει υπόσταση, τότε το βίωμα παίρνει σώμα και μορφή. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της γραφής. Να δώσει σώμα στο ασχημάτιστο βίωμα. Καθώς γράφει, βλέπει να αναδύεται στην επιφάνεια η αλήθεια του, μια αλήθεια άγνωστη γι’ αυτόν, που πρώτη του φορά τη διακρίνει, που δεν μπορεί να την αναγνωρίσει ως δική του. Γι’ αυτό και μένει άφωνος, σιωπηλός μπροστά της. Το δέος του συγγραφέα για τον απροσδόκητο τοκετό του ξεχασμένου βιώματος αποτυπώνει η σιωπή του κειμένου.

{jb_quote}Το δέος του συγγραφέα για τον απροσδόκητο τοκετό του ξεχασμένου βιώματος αποτυπώνει η σιωπή του κειμένου. {/jb_quote}

Μια σιωπή που περιτυλίγει το κείμενο και λειτουργεί παρηγορητικά προσφέροντας την άφεση, τόσο στον ίδιο τον συγγραφέα, όσο και στον συμμέτοχο στη σωτήρια συμπαιγνία αναγνώστη. Σαν ζεστό σύννεφο περιβάλλει μετά το κείμενο η σιωπή και το προστατεύει, μέσα σ’ έναν κόσμο ανυπόφορης φασαρίας, θορύβου, ορυμαγδού, καινοφανών ιδεολογημάτων και ανόητων θεωριών. Δεν είναι, ωστόσο, ατελέσφορη η προστασία της, ούτε ανώφελη. Κάθε άλλο.

«Ένα μεγάλο μέρος της σιωπής του Χάρπο Μαρξ οφείλεται στο ότι είναι περιτριγυρισμένος από μανιακούς ομιλητές», εξηγεί η σπουδαία Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της Η αισθητική της σιωπής. (Ο Χάρπο Μαρξ ήταν περίφημος κωμικός ηθοποιός και μίμος των αρχών του 20ού αιώνα, επιστήθιος φίλος του Σαλβατόρ Νταλί.)

Είναι δηλαδή δυνατόν, μέσα σ’ αυτή την αφόρητη οχλαγωγία, η σιωπή του κειμένου ν’ ακούγεται καλύτερα. Το ανυπόκριτο λογοτεχνικό κείμενο επιλέγει να απευθυνθεί και να ζητήσει βοήθεια σ’ όποιον έχει την ικανότητα να το ξεκλειδώσει και να εισέλθει, «μετά φόβου, πίστεως και αγάπης». Να παραλάβει το ανείπωτο και να το σεβαστεί. Για να ανταμειφθεί μετά, να μεταλάβει της άχραντης σιωπής του.

Πρέπει να είναι περίκλειστο σαν στρείδι, δύσβατο το κείμενο, για να προφυλάσσει τη σιωπή του; Είναι η αλήθεια του δυσπρόσιτη; Οφείλει να αποζητά έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, εγκλωβισμένο σε μια επιλεκτική αναζήτηση;

Είναι, όντως, περίκλειστο και απρόσιτο το κείμενο, μόνο για τον αδιάβροχο αναγνώστη. Η αυθεντική ύπαρξη δεν δυσκολεύεται ν’ ακούσει τη μουσική και τον αναστεναγμό των λέξεων. Για εκείνη, το κείμενο είναι διαυγές, η σιωπή του μεστή, γινωμένη.

Πότε όμως ο συγγραφέας αξιώνεται να συναντήσει τον ώριμο, τον προσδοκώμενο αναγνώστη του και να του κοινωνήσει τη σιωπή του; Όταν υπερβεί τον φόβο του να πνιγεί στα θολά νερά και αποφασίσει να μιλήσει «εκ βαθέων».

Τότε η γραφή του θα είναι απλή, η αλήθεια του ανυπόκριτη για τον ομογάλακτο αναγνώστη, προσφέροντάς του την ευκαιρία να ψηλαφίσει κι αυτός τη δική του αλήθεια, την αποξηραμένη και καταχωνιασμένη χρόνια μέσα του, να την αναγνωρίσει ως δική του, να συμφιλιωθεί επιτέλους μαζί της και να ανασάνει. Ένα γλυκό, ιλαρό φως μέσα μας η σιωπή του κειμένου.

Keywords
Τυχαία Θέματα