Τι απέγινε η αντίσταση στον Ντόναλντ Τραμπ;

Με το που επιβεβαιώθηκε η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016, η Τερίσα Σουκ δεν έχασε καθόλου χρόνο: σοκαρισμένη, αυτή η συνταξιούχος Αμερικανίδα μπήκε στο Facebook και με μια ανάρτηση πυροδότησε ένα κίνημα που τελικά θα γινόταν η Πορεία των Γυναικών, η μεγαλύτερη διαδήλωση στην αμερικανική ιστορία. Οκτώ χρόνια αργότερα, ωστόσο,

μετά τη δεύτερη εκλογή του Τραμπ, η Σουκ δεν ένιωσε την παραμικρή διάθεση να κάνει κάτι αντίστοιχο. «Συνήθως», είπε στη «Washington Post» από το σπίτι της στην ανατολική ακτή του Μάουι, «θυμώνω και εξοργίζομαι και πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό. Αλλά αυτή τη στιγμή νιώθω ότι απλώς θέλω να κουλουριαστώ σε εμβρυακή στάση». Στην ίδια στάση μοιάζει να παραμένει ένα μεγάλο ποσοστό όσων ψήφισαν κατά του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου τον Νοέμβριο. Τόσο, που το περιοδικό «New Yorker» αναρωτιόταν τις προάλλες: «Τι απέγινε η αντίσταση στον Τραμπ;».

Φυσικά και υψώνονται σποραδικά κάποιες φωνές: η επίσκοπος Μαριάν Μπάντι στον Καθεδρικό Ναό της Ουάσιγκτον, η Σακίρα στα Grammys… Αλλά κακά τα ψέματα: αν η πρώτη προεδρία του Τραμπ χαρακτηρίστηκε από γενικευμένη εξέγερση, η δεύτερη θητεία του έχει μέχρι στιγμής καθοριστεί από την έλλειψη αντιδράσεων. «Ο πόλεμος συνεχίζεται. Αλλά μόνο ένας στρατός έχει απομείνει για να τον πολεμήσει. Ο άλλος, ζαλισμένος, εξοντωμένος, έχει υποχωρήσει στο οχυρό» περιέγραψε την κατάσταση, κάπως δραματικά είναι η αλήθεια, η «Corriere della Sera». Ηδη εφευρέθηκε και όρος: Trump fatigue, «κόπωση από τον Τραμπ», κι ας μοιάζει περισσότερο με παραίτηση, ακόμα και απελπισία. Η πρώτη θητεία του Τραμπ αντιμετωπίστηκε άλλωστε σαν μια εκτροπή, μια ανωμαλία, την οποία το σύστημα θα απορροφούσε σύντομα. Εξάλλου, η Χίλαρι Κλίντον είχε συγκεντρώσει τρία εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον νικητή και μόνο το εκλογικό σύστημα είχε επιτρέψει στον μεγιστάνα να κερδίσει. Οπως αποδείχθηκε, όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν μια παρένθεση που πάει, έκλεισε. Κάθε άλλο.

Υπάρχει βέβαια μια θεωρία που λέει πως το μόνο που χρειάζεται η αντίσταση είναι χρόνος. Γιατί επί του παρόντος ο Τραμπ εφαρμόζει εκείνο το μοντέλο που θεωρητικοποίησε ο Στιβ Μπάνον το 2018, «πλημμυρίζει τη ζώνη με σκατά», έχει ήδη υπογράψει ανυπολόγιστο αριθμό διαταγμάτων με σκοπό να προκαλέσει σύγχυση, να δημιουργήσει χάος. Η αντιπολίτευση, ζαλισμένη, προσπάθησε να αντιδράσει. Αλλά σε τι να δώσει προτεραιότητα; Στην απελευθέρωση των εγκληματιών του Καπιτωλίου; Στην αποπομπή των αξιωματούχων που τον είχαν ερευνήσει; Στον νεοϊμπεριαλισμό με τη Γροιλανδία και τον Καναδά; Στα κτηματομεσιτικά του σχέδια για τη Γάζα; Στη θανατική ποινή; Στο δίκαιο του εδάφους; Θα μπορούσαμε να γράψουμε άλλες εκατό γραμμές, αλλά η ιδέα είναι σαφής: κάποιος μπορεί να εξοργιστεί με ένα διάταγμα, με δύο μέτρα, με τρεις νόμους, αλλά όχι με εκατό. Προς το παρόν, το χάος κυριαρχεί. Κάποια στιγμή όμως, αναπόφευκτα, ο κόσμος θα θελήσει σαφήνεια, σταθερότητα, τάξη – και τότε ίσως να συνειδητοποιήσει πως δεν του αρέσει να βρίσκεται «πλημμυρισμένος με σκατά».

Υπάρχει και μια άλλη θεωρία. Που λέει ότι με πολλούς ακτιβιστές «εκτός» προς το παρόν και τους Δημοκρατικούς σε θέση μειοψηφίας και στα δύο Σώματα του Κογκρέσου, η αντίσταση έχει μεταφερθεί από τους δρόμους στα δικαστήρια. Πράγματι, ο εξειδικευμένος ιστότοπος Just Security μετράει ήδη περισσότερες από 55 προσφυγές εναντίον διαταγμάτων του Τραμπ. Πράκτορες του FBI έχουν προσφύγει κατά των σχεδίων του να στοχοποιήσει εκείνους που ερεύνησαν τους εισβολείς στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021. Συνδικάτα ζήτησαν από δικαστή να εμποδίσει το Τμήμα Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας του Ιλον Μασκ να αποκτήσει πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες των Αμερικανών. Ενας συνασπισμός εκπαιδευτικών αμφισβήτησε την προσπάθεια του προέδρου να σκοτώσει τα προγράμματα διαφορετικότητας (DEI). Και όλα αυτά έχουν αποτέλεσμα, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις: τα δικαστήρια, για παράδειγμα, μπλόκαραν την προσπάθεια του Τραμπ να τερματίσει το δίκαιο του εδάφους και να επιβάλει πάγωμα των ομοσπονδιακών επιχορηγήσεων. Γράφοντας ωστόσο στο The Nation ο πολιτικός σχολιαστής Ελι Μίσταλ, πρώην δικαστικός και ο ίδιος, εκτιμά πως «τα δικαστήρια δεν μπορούν να σταματήσουν το πραξικόπημα των Τραμπ και Μασκ», δεν μπορούν «να μας σώσουν».

Οχι μόνο επειδή ο Τραμπ και το MAGA τα έχουν ήδη διαφθείρει, τοποθετώντας πολλούς δικούς τους δικαστές και στα κατώτερα και στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αλλά γιατί τα δικαστήρια κινούνται αργά, είναι σχεδιασμένα ώστε να κινούνται αργά, και επιπλέον δεν έχουν μηχανισμό επιβολής των αποφάσεών τους: Οπως λέει χαρακτηριστικά ο Μίσταλ, «ο Τραμπ και ο Μασκ είναι βάρβαροι στην πύλη· το να φωνάξουμε τους δικηγόρους να τους πουν ότι είναι καταπατητές δεν πρόκειται να σταματήσει την προέλασή τους». Οπότε;

Keywords
Τυχαία Θέματα