«Η έξοδος των νερών» της Βάλιας Γκέντσου

ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΥ ΑΡΠΑΖΕΙ

Ένα καλοκαίρι όρθια ανάμνηση
ζέστη που κουτουλάει
οσμές από τηγάνι και φανέλα
άσπρη αμάνικη
σήτες ξεχαρβαλωμένες
πράσινα γέλια· το γέλιο σου

θάλασσα που αρπάζει
την περηφάνια απ’ το κέρατο
πλαταίνει το πόδι ξυπόλυτο
και ο νους ευάερος στήνεται
στο απέναντι του εγκέφαλου κτήμα
λεπτή η τροχόσπιτη τέχνη
της ανάπαυλας των πολεμιστών
Αιγύπτιοι Νουμίδες Πέρσες

κάνουν ουρά πριν
το χώμα πάρει φθίνουσα
την πορεία· πριν
οδεύσουν στον παράδεισο
τα αρμένικα δαμάσκηνα

ένα αρχαίο λεωφορείο κόκκινο
ξηλωμένα καθίσματα ξεκοιλιασμένα
σκόνη που ουρλιάζει·
–η δική μου Παταγονία–

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ

(λίγο πριν την οπωροφόρο κάθοδο
της Περσεφόνης)

Ι.

Στα ίσαλα της αυγής
με τον αποσπερίτη
αλλάζει δέρμα
της ραστώνης το φιδίσιο χρυσό
μέρα διαμάντι κόβει σε φέτες
έρωτες-κτερίσματα
τυλιγμένους μετάξι και
ιδρωμένο ιστό

το σπίτι κρατά τους ήχους
ζέστα χωνεμένη
σωμάτων μάχες εγκαυστικές
και σπόροι παπαρούνας
καύσης θυμίαμα στον σκληρό μήνα
Καίσαρα Αύγουστο

πόσο ώριμη τώρα η ανάγκη
μιας μπόρας ξαφνικής

ΙΙ.

Το μετέωρο δέντρο
φίδι στον τοίχο σέρνεται
η βαρύτητα της σύνθεσης
εξουθενώνει το τοπίο
μια σαλαμάνδρα ανηφορίζει
τις φλέβες του ποδιού
απ’ το μπαλκόνι του έκτου
λευκή στην άσφαλτο κοιτώ
ανθοντυμένη κερασούλα
πώς στρέφει το τιμόνι σταθερά
μες στην απλή χαρά της

Το σκοτεινό σημείο μετά

η καμπύλη σε φως αιχμηρό διαγράφει·
στη ράχη η μαύρη σκιά σημαίνει,
ανάποδο καλοκαίρι που ανεβαίνει

ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΤΟΠΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ

Τριγυρνούσε στους κήπους των σχολείων
στου αποκαλόκαιρου την εύθυμη μάντρα
σε μαύρo θρανίo σκάλιζε φιδάκια μπλε
η μάνα ανασκάλευε τις ρίζες
έβρισκε φυτά που επιμελώς της έκρυβε
σκυλάκια, βρύα και πράσινο φύλλο μέντας
να τρίβει στα δόντια

δώρα της φύσης ήταν· τα κρατούσε γροθιά
από Σεπτέμβρη ως τον Μάη
δεν ξέρεις ποτέ τι κατεβάζουν τα νερά
και το βαλτώδες εκείνο
της γνώσης υπόστρωμα

η πλαϊνή αίθουσα μιλούσε για πνιγμένους
του ήλιου η θέα
αρκούσε λίγος χρόνος αμείλικτος
λίγος μόνο
να την αποθαυμάσει

ΣΕ ΕΠΟΧΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ

Η Περσεφόνη που
ανεβοκατέβαινε
του Άδη το φλύαρο
η αναμονή της φύσης
αχ τι είδε και πώς
έζησε μακριά
πια ας μην περιμένει
στην άκρη του σπαθιού
μάνα καμιά
κι έρωτες ούτε
να πηγαινοφέρνουν
τα μεγαλεία τους

έναν χειμώνα ήσυχο
λουσμένο σαμπουάν μωρού
και χάδι από φτερό καρδερίνας

Η Βάλια Γκέντσου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακό στις κλασικές σπουδές. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Από το 2010 ασχολείται με επιμέλειες κειμένων. Είναι μέλος του Φωτογραφικού Κύκλου, έχοντας συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις. Φωτογραφική δουλειά της παρουσιάστηκε στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (2018). Από τις Εκδόσεις Φωτοχώρος (2023) εκδόθηκε σειρά φωτογραφιών της και την ίδια χρονιά από τις «ifocus editions» το λεύκωμα-βιβλίο Sensus Poetica. Στις Εκδόσεις Θεμέλιο έχουν εκδοθεί δύο ποιητικές συλλογές της: Ο δρόμος άνοιγε στο τέλος (2017) και Παραμύθια ανάποδα (2020). Ποιήματα και κριτικές της έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα