«Το σώμα που σπαράζει» της Αλεξάνδρας Μπακονίκα

ΠΑΡΑΛΙΑ ΑΡΕΤΣΟΥΣ

Αργά το απόγευμα τυχαία συναντηθήκαμε
στη στάση του λεωφορείου.
Αδιαμφισβήτητη η αμοιβαία έλξη.
Μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ
την πρότασή του να πάμε για καφέ.
Προς το βράδυ κατεβήκαμε
στην έρημη παραλία της Αρετσούς,
με μανία κυλιστήκαμε στην άμμο.
Λερώθηκε και τσαλακώθηκε
η ολοκαίνουργη, ροζ καμπαρντίνα μου,
τεκμήριο έγινε
από την αναφλεγόμενη φόρα
για το σφιχταγκάλιασμά μας.

Παντοτινά δόξαζε
τη νιότη μας το σφιχταγκάλιασμα.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ

Έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο
κι είχαν αρχίσει να γνωρίζονται.
Ένα βράδυ περπάτησαν
στον παραλιακό πεζόδρομο του θέρετρου,
σε κάποιο σημείο η γυναίκα κάνοντας στροφή
τον οδήγησε σε ένα απόμερο, σκοτεινό δρομάκι.
Σε μία άκρη ανάμεσα σε δένδρα και θάμνους
στάθηκαν αντικριστά.
Φλεγόμενη ολόκληρη από έκδηλο πόθο
περίμενε την ανταπόκρισή του.
Φλεγόμενη και χωρίς να πει λέξη
διακριτικά, ελάχιστα τον άγγιξε.
Όλη η στάση της ήταν
μια ερωτική εξομολόγηση.
Χωρίς να πει λέξη,
το σώμα της σπάραζε να αγαπηθεί.

ΕΔΩ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

Ένα φλογοβόλημα μου στέλνει η ανάμνησή σου.
Πέρασα μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας σου
κι ήταν μουτζουρωμένη με δήθεν γκράφιτι,
κάτι μπερδεμένες μαύρες γραμμές και σχήματα.
Δεν άντεξα την ασχήμια.
Μου φάνηκε τόσο βέβηλο κι άθλιο –
βέβηλο ακόμη και για την παλιά αγάπη μας,
όταν εδώ σε περίμενα.
Έναν καταιγισμό από σπίθες,
ένα φλογοβόλημα μου στέλνει η ανάμνησή σου,
ποτέ δεν σε ξεπέρασα.
Οτιδήποτε σχετίζεται με σένα
το θέλω καλαίσθητο.

Ο ΚΗΠΟΣ

Είναι βαριά τα λόγια
όταν οι άνθρωποι γίνονται ανυπόφοροι,
κι είναι μια ζωή μετρημένη
που αλλάζει,
αν και αυτό πρέπει κάποτε να το αποδείξεις.
Η τρυφηλή ζωή του έρωτα
μυστηριώδης, αποκαλυπτική,
πολυκύμαντη ν’ αρχίσει.
Ο εραστής στον κήπο περιμένει.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ

Φθάνοντας σε μεγάλη ηλικία έγινε αγνώριστη.
Η αισθησιακή, ανυπέρβλητη ομορφιά της χάθηκε.
Σταμάτησε να βάφει έντονα τα μάτια της
και να φοράει μεγάλα, εντυπωσιακά κοσμήματα,
όπως πάντα συνήθιζε
– ο χρόνος αυθαίρετα επεμβαίνει,
όλο και κάτι αφαιρεί.
Το πιο λαμπρό κόσμημά της
έσβησε ο χρόνος,
που ήταν η αισθησιακή ομορφιά της.

ΑΡΔΗΝ

Στριμώχτηκε από δυσχέρειες
και δυσοίωνα εμπόδια στα σχέδιά της.
Όσο κι αν παλέψει,
αναπότρεπτα πτοήθηκε.
Φαινομενικά τουλάχιστον
έγινε τώρα προσηνής, συγκαταβατική.
Η μέθοδος να συντρίβει, η δαιμονική αυθάδεια,
το δεσποτικό ύφος της
άρδην εξαφανίστηκαν.

Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα γεννήθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ., όμως δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Εργάστηκε ως καθηγήτρια Αγγλικών. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές – πιο πρόσφατη Η τελετουργία του χορού (Εκδόσεις Κουκκίδα, 2023). Σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά έχει δημοσιεύσει κείμενα κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ ποίησης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ανθολογημένα ποιήματά της μεταφρασμένα στα αγγλικά εκδόθηκαν σε βιβλίο στην Ινδία και στον Καναδά. Επίσης, ποιήματά της μεταφράστηκαν στα γερμανικά, ιταλικά, σουηδικά, κροατικά και αλβανικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα