«Ένας χώρος στο μυαλό σου» του Τιμ Τόμλινσον
μετάφραση: Λένα Καλλέργη
ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Έφυγα κι επέστρεψα την επόμενη χρονιά.
Το παράθυρο ήταν ακόμα σπασμένο. Σπασμένο,
ακόμα. Όλα αλλάζουν, το ξέρουμε. Κι εμείς
έχουμε αλλάξει. Τα σπασμένα, όμως, μένουν έτσι.
Πόσο πρέπει να σπάσουμε για ν’ αγγίξουμε μια τέτοια
μονιμότητα; Υπάρχει η μονιμότητα, κι ας
λένε ό,τι θέλουν. Κοίταξέ την, εκεί,
στο γυαλί που ραγίζει την αντανάκλασή σου,
που ματώνει τη γλώσσα μου. Με γεύση αρχαία.
και τους διαλύσαμε. Η παραλία άλλαξε, χάθηκε
όμως οι όρκοι μας έσπασαν για πάντα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ
Κατεβαίνει μια πέτρινη σκάλα.
Οι πέτρινοι τοίχοι ιδρώνουν,
ο αέρας βαρύς.
Βρίσκεται σε φυλακή,
σ’ έναν πέτρινο διάδρομο, με κελιά.
Έξω απ’ το κελί μου, κοιτάζει απορημένος.
Λέει «Τι γυρεύεις στη φυλακή;»
«Δεν ξέρεις;» λέω.
«Εσύ μ’ έβαλες εδώ».
Γλιστράει απ’ το κρεβάτι
χωρίς να ενοχλήσει τη μητέρα μου.
Πηγαίνει βόλτα τα σκυλιά στην παραλία.
Απέναντι απ’ το Λόνγκ Άιλαντ Σάουντ είναι το Κονέκτικατ.
Εγώ είμαι στην αντίθετη κατεύθυνση.
ΧΑΪΚΟΥ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΙΝΔΙΩΝ
λευκός βυθός –
χνάρι του σαλαχιού
που έχει ξυπνήσει
στη λεωφόρο –
ο κάβουρας δειλιάζει
κίνηση τόση
δύο κοράκια
φεύγουν απ’ το ψοφίμι –
δρομέας περνάει
σπίνοι ψηλά
στα ηλεκτρικά καλώδια –
διάδρομος άδειος
καταμεσήμερο –
και τα σκυλιά κοιμούνται
κάτω απ’ τη Μπιούικ
κλαδί του κάκτου –
ο γλάρος φώλιασε
μέσα στ’ αγκάθια
μια καταιγίδα
πριν την παλίρροια –
βρεγμένη αιώρα
ΑΝΟΙΓΜΑ
Ανοίγω έναν χώρο στο μυαλό σου,
χώρο που έκλεισα στο δικό μου πριν καιρό.
Θέλω να μπεις μέσα και να επιστρέψεις.
Θέλω να μου πεις τι βρήκες εκεί,
όπου κι αν είναι. Θέλω να μου πεις
όσα φοβήθηκα πολύ να μάθω
μόνος μου, θέλω να το κάνεις λιγότερο
τρομακτικό. Θέλω να με καλέσεις εκεί
για να μάθω τελικά πού σε έστελνα
όλον αυτόν τον καιρό. Τι θα κάνω
όταν θα βρεθώ εκεί; Θα μοιάζει ακριβώς
όπως σου είπα, σαν να το είδα πολλές
φορές στο παρελθόν; Θα μπορέσω
να το κρατήσω ανοιχτό; Να επιστρέψω; Να το πω;
ΘΕΑΣΗ
Έξω
από το γυμναστήριο
σε είδα, παλιά μου αγάπη, να κρύβεις βιαστικά
το πρόσωπό σου
σ’ ένα μαντίλι γεμάτο αέρα.
Στα δυο χρόνια που μου έλειπες, πολύς καιρός,
πώς γέρασες –
τόσο γρήγορα,
κι ας μην είχες πια τις έγνοιες
που έφερνα στ’ όμορφο πρόσωπό σου.
Πώς χάρηκα μ’ αυτό, κι ύστερα έμεινα
αχνά θλιμμένος.
ΕΡΕΙΠΙΟ
Στην πόλη αυτή (επιτέλους) δεν υπάρχουν ερείπια
να επισκεφτούμε. Η ίδια η πόλη είναι ερείπιο –
με αναζωογονεί, ανήκει σε φυλλάδιο
διαφημιστικό. Η γυναίκα μου κοιμάται μέσα ενώ εγώ –
ούτε ξέρω πώς να το ονομάσω – ξεμπλέκομαι
από τ’ ανεμοδαρμένα κομμάτια της αρχαιότητας.
Κουράστηκα να επισκέπτομαι νεκροταφεία
ζωντανός, με μορφωμένους ξεναγούς. Πιο καλά νιώθω
εδώ, στο μπαλκόνι, στο μικρό αυτό
ερείπιο του πουθενά χωρίς όνομα, να κοιτάζω
τη λοξή ευθυγράμμιση του Δία
και της Αφροδίτης, κάτω απ’ το νέο φεγγάρι.
Σε άλλους πλανήτες όλα είναι
ήδη νεκρά, μαζί κι οι ξεναγοί.
ΞΥΠΝΗΜΑ
Ξυπνώ βαρύς αυτά τα πρωινά
τα όνειρά μου σαν ντροπή μετά
από μεθύσι. Κάτι έκανα λάθος, ή
δεν έκανα, αλλά το ήθελα. Το ήθελα
πολύ. Η γυναίκα μου ροχαλίζει. Στην
κουζίνα κόβω τα συστατικά
για τον σημερινό χυμό: μάνγκο, παπάγια,
ανανά. Τα νιώθω σαν υλικά
ενός ονείρου που εγκατέλειψα. Δεν είναι αληθινά.
Καλύτερα. Θα τα ανακατέψω να γίνουν καύσιμο
μιας μέρας που θα μου φέρει τόσες
λάθος επιλογές όσες τα όνειρά μου. Κάποια μέρα
θα διαλέξω μία, ή δύο. Ίσως τότε
τα όνειρα να σταματήσουν. Ίσως τότε ξυπνήσω ελαφρύς.
ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΚΑΛΑ
πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου
να ξεχάσει όλες τις έγνοιες και τα φορτία
και τις επιθυμίες που πιστεύεις
ότι συνιστούν τον εαυτό σου
και να επιτρέψεις στον αληθινό σου εαυτό
να αναδυθεί, τον εαυτό που καβαλάει ποδήλατα
χωρίς χέρια μέσα στην κίνηση· τον εαυτό
που πετάει πέτρες στα πουλιά· τον εαυτό
που σπρώχνει με τον ώμο τη φθαρμένη κολόνα της πόρτας
για να μην πέσει απ’ τη βεράντα,
μεθυσμένος. Κι όταν αναδυθεί ο αληθινός εαυτός
θα κλέψει τις τσέπες του εαυτού που νομίζεις
ότι είσαι, του εαυτού που πληκτρολογεί,
που προλαβαίνει το τρένο, που αφήνει
την τάξη να βγει μόνο όταν χτυπήσει το κουδούνι
κι όταν ο εαυτός που νομίζεις ότι είσαι
ψάξει για το πορτοφόλι του, θα βρει
στη θέση του ένα λουλούδι, ένα ξυράφι, ένα σημείωμα
που λέει: ποιος στο διάολο είσαι;
Και θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα γελάσεις
και τότε η τάξη σου θα δει ποιος
είσαι στ’ αλήθεια, χωρίς
ταυτότητα, και θα γελάσει
και θα κλάψει μαζί σου γιατί εσύ
δεν είσαι ο εαυτός που τους παρουσιάζεις
που τους κρατά σε απόσταση
που επιβάλλεται από ένα ίδρυμα που σε πληρώνει
να θυμάσαι τις έγνοιες σου
και τα βάρη και τις επιθυμίες
αυτά είσαι, όλα αυτά
κι αφού το ξέρεις, αφού το θυμάσαι,
τα βλέφαρά σου βαραίνουν
η αναπνοή βαθαίνει.
Αυτά, τουλάχιστον, σκέφτεσαι
σε καναπέ μακριά απ’ το σπίτι σου, ανήμπορος
να κοιμηθείς καλά.
ΤΑ ΧΡΥΣΟΨΑΡΑ
Σε μια μικρή λίμνη δίπλα στη σκεπαστή βεράντα
τα χρυσόψαρα φτιάχνουν πορτοκαλί γωνίες σε πράσινο
νερό. Ο κηπουρός τα ταΐζει κάθε μέρα
την ίδια ώρα. Όταν η σκιά του σκεπάζει
τη λίμνη, τα χρυσόψαρα φιλούν την επιφάνειά της.
Πιστεύει ότι τον αναγνωρίζουν. «Αν
τα ταΐσεις άλλη ώρα», τον ρωτώ, «τότε
θα σε αναγνωρίσουν;». Ο κηπουρός
ξαφνιάζεται. «Κάποια άλλη ώρα»,
λέει, «δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος».
[ Από τη συλλογή: Ρέκβιεμ για το οχυρό στο δέντρο που πυρπόλησα / Requiem for the Tree Fort I Set on Fire ]
Ο Τιμ Τόμλινσον (Tim Tomlinson) γεννήθηκε στο Μπρούκλιν και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. Παράτησε το λύκειο το 1971 και άρχισε να περιπλανιέται: έζησε στη Βοστώνη, στο Μαϊάμι, στη Νέα Ορλεάνη, στο Λονδίνο, στη Φλωρεντία, στη Σανγκάη, στη Μανίλα, στις Μπαχάμες και στην Ταϊλάνδη. Πλέον ζει στο Μπρούκλιν. Έγραψε τα βιβλία ποίησης Γιολάντα: Προφορική ιστορία σε στίχους [Yolanda: An Oral History in Verse] και Ρέκβιεμ για το οχυρό στο δέντρο που πυρπόλησα [Requiem for the Tree Fort I Set on Fire], τη συλλογή διηγημάτων Αυτό δεν συμβαίνει σε σένα [This Is Not Happening to You] και μόλις κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή Ακούγοντας ψάρια: Διαλογισμοί από τον υγρό κόσμο [Listening to Fish: Meditations From the Wet World]. Διευθύνει το New York Writers Workshop, το Εργαστήρι Συγγραφέων της Νέας Υόρκης, και έχει συμμετάσχει στη συγγραφή του δημοφιλούς The Portable MFA in Creative Writing. Διδάσκει δημιουργική γραφή στο πρόγραμμα του New York University, Global Liberal Studies. Η ποίησή του αντανακλά τον πλούτο των, κάποιες φορές οριακών, εμπειριών του και μια βαθιά ευαισθησία με σκληρή επιφάνεια, που εκφράζεται με γλώσσα άμεση, έξυπνη και κοφτερή.
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Ο Στέφανος Τσιτσιπάς δεν είναι “το παιδί της διπλανής πόρτας” αλλά ο “χρυσός γιος” μιας δυσλειτουργικής “αγίας ελληνικής οικογένειας”
- Θανάσης Τσαλταμπάσης: «Ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν με την πραγματικότητα»
- Συγκινητικός Κουρουγκλίεφ: «Ευχαριστώ την Ελλάδα, τον ελληνικό λαό, μου έδωσαν ευκαιρία να παλέψω»!
- Ολυμπιακοί Αγώνες: Η Κελίφ πήρε χρυσό μετάλλιο στην πυγμαχία γυναικών
- Τζένη Διαγούπη: «Έχουν αλλάξει οι εποχές, γελάμε με πράγματα που μπορεί να μην είναι και αστεία»
- Η Μάγισσα: Η έχθρα του Νικήτα Λάσκαρη και του Μήτρου Γερακάρη θα…
- H Γη της Ελιάς – Αφροδίτη: «Χρήστο, μου αρέσει άλλος άνδρας»
- Βιογραφήματα: ΑΒΒΑ, Beatles, Bowie και Hendrix
- Η ισπανική βιομηχανία βιβλίου αντιμέτωπη με την τεχνητή νοημοσύνη
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Diastixo
- Βιογραφήματα: ΑΒΒΑ, Beatles, Bowie και Hendrix
- Η ισπανική βιομηχανία βιβλίου αντιμέτωπη με την τεχνητή νοημοσύνη
- Αντώνης Ιωάν. Ζαρκανέλας: «Η κόκκινη βία τη δεκαετία του ’40 στην Πιερία»
- Άγγελος Συρίγος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
- Ελένη Πριoβόλου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
- Τέσσερα ποιήματα του Στέλιου Μανουσέλη
- Σωτήρης Π. Βαρνάβας
- Ψάξε – Λύσε – Μάθε
- Georg Büchner: «Πένα και νυστέρι»
- Μάτια σου έδωσα κι εσύ κοίταξες το σκοτάδι
- Τελευταία Νέα Diastixo
- «Ένας χώρος στο μυαλό σου» του Τιμ Τόμλινσον
- Αντώνης Τζαβάρας
- Έντνα Ο’ Μπράιεν
- Η ελληνική οικονομία μετά το 1950
- Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή
- Eloy Moreno: «Αόρατος»
- «Με αφορμή τη συλλογή “Στο τέρμα της πλάνης” του Χριστόφορου Λιοντάκη» του Νίκου Μπατσικανή
- Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΣΔΕΛ
- Bagatelles της οδού Αλκαμένους
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ψυχαγωγία